Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Τα 30 καλύτερα rock άλμπουμ του 2013 (από το 19 ως το 10) σύμφωνα με το rocking.gr

Νούμερο 19 Altar Of Plagues ’’Teethed Glory And Injury’’

Για τους Ιρλανδούς Altar Of Plagues τα έχουμε ξαναπεί. Τα δείγματα γραφής που είχαν δείξει από το ντεμπούτο τους, "White Tomb", μας είχαν προϊδεάσει για σπουδαία πράγματα. Το "Mammal" που ακολούθησε τους οδήγησε σε δύσβατα μα συνάμα σαγηνευτικά μαυρομεταλλικά μονοπάτια, δίνοντας παράλληλα την αίσθηση ότι η αναζήτηση νέων μουσικών τόπων είναι πρωταρχικής σημασίας για αυτούς.

Τι κάνουν στο φετινό τους πόνημα; Πολύ απλά επιχειρούν να μας τινάζουν τα μυαλά στον αέρα. Τουλάχιστον όσων σαγηνεύονται από πειραματισμούς και μια προοδευτική προσέγγιση.


Το "Teethed Glory And Injury" είναι ένα άλμπουμ που ξεκινάει με μια σειρήνα να σου τρυπάει τα αυτιά και συνεχίζει με τον πλέον ανορθόδοξο τρόπο. Όλα τα κομμάτια του άλμπουμ χαρακτηρίζονται από μια δυσαρμονία και μια μουσική ασυνέχεια. Ακόμα και σε στιγμές που εμφανίζεται κάποιο riff και κάποιο θέμα συγκεκριμένο, αυτό διακόπτεται από κάποιο ηλεκτρονικό sample, από κάποια απροσδιόριστη κιθαριστική παρεμβολή και διάφορες άλλες ανορθόδοξες εμπνεύσεις και πειραματισμούς των Ιρλανδών. Γενικότερα οι φόρμες και οι δομές που συναντώνται απέχουν κατά πολύ από τις παραδοσιακές και συνήθεις, όχι στο ακραίο metal, αλλά γενικότερα στο χώρο του metal.



Το black metal  έχει περιοριστεί, χωρίς να έχει εκλείψει. Είναι δεδομένο ότι οι Ιρλανδοί επιχειρούν να αποκλίνουν από αυτό και με αλλοπρόσαλλες μελωδίες, ηλεκτρονικά ambient στοιχεία, industrial layers καθώς και με την προαναφερθείσα ανορθοδοξία δημιουργούν σε αρκετές στιγμές χάος, σύγχυση, πανικό, ενώ η πολυεπίπεδη ενορχήστρωση μας «ταλαιπωρεί» ακόμα περισσότερο. Και μέσα σε όλο αυτό το χάος, πολλά καλά κρυμμένα riffs τα οποία αποκαλύπτονται σε κάθε ακρόαση. Σε κάποια άλλα σημεία παρουσιάζεται μια industrial αισθητική, σε σημείο να σε λούζει κρύος ιδρώτας. Κάποια μανιασμένα ξεσπάσματα είναι και αυτά εδώ...

...και όλα αυτά συμπλέουν με τα λυσσασμένα φωνητικά του James Kelly, τα οποία παρουσιάζονται με οργή, με αγωνία, με απόγνωση. Και αν αυτός έχει αποφασίσει να γδάρει τον λαρύγγι του, εμάς δεν μας ενδιαφέρει, απλά γουστάρουμε. Όπως επίσης μπορούμε να λατρέψουμε το έξοχο, γεμάτο νεύρο και εφευρετικότητα drumming, που συμβάλει τα μέγιστα στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος.

Σε σύγκριση με το "Mammal", το "Teethed Glory And Injury" χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη ένταση, του λείπει η απόκοσμη ατμόσφαιρα του προκατόχου του και εστιάζει περισσότερο σε μια πιο αστική ατμόσφαιρα.

Πειραματικό, προοδευτικό, απόκοσμο, ακραίο, καθηλωτικό, αντιεμπορικό, απροσδιόριστο και πάνω από όλα αυθεντικό και ανεπιτήδευτο, το νέο άλμπουμ των Altar Of Plagues μας οδηγεί μέσω πειραματισμών σε ένα σημείο που λίγοι τολμούν να το επιχειρήσουν.


Πάνω από όλα, το "Teethed Glory And Injury" είναι ένας πολυεπίπεδος δίσκος ο οποίος χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να αφομοιωθεί και να κατανοηθεί. Είναι ένα άλμπουμ που απευθύνεται κατά βάση σε αυτούς που πιστεύουν ότι ανεξάρτητα από ταμπέλες, με τόλμη και φαντασία θα ανοιχθούν νέοι δρόμοι στον ακραίο ήχο. Εσείς επενδύστε άφοβα. Οι υπόλοιποι με προσοχή.




Νούμερο 18   Sigur Ros "Kveikur"

«Μια παγωμένη επιφάνεια που πνίγεται από καταιγίδες. Οι Sigur Ros ξαναγεννήθηκαν»

 "Kveikur" σημαίνει άναμμα, φιτίλι. Ένα νέο ξεκίνημα. Μια νέα αρχή. Μια σπίθα που γεννάει μια νέα φωτιά. Μετά το "Valtari" και την παραλίγο διάλυση τους, οι Ισλανδοί έρχονται δυναμικά, λίγους μόλις μήνες μετά, με μια κυκλοφορία γεμάτη απόκοσμη και σαγηνευτική post-rock μουσική.

Όσοι ένιωσαν ότι η περσινή τους κυκλοφορία, ήταν ένα αδιέξοδο και όσοι πίστεψαν ότι παραήταν χαλαρό για αυτούς, ήρθε η ώρα να αναθαρρήσουν και να απολαύσουν εννιά παγωμένες συνθέσεις που έρχονται πιο επιθετικά, με κινητήριο ρυθμό, παραμορφωμένες κιθάρες και κάτι που μοιάζει αλλά δεν είναι συμβατική δομή...


Θλίψη, θυμός, μοναξιά και σύγχυση. Γήινες και εξωγήινες κραυγές θυμίζουν μεγάλες στιγμές από "Ágætis byrjun". Μελωδίες και ατμόσφαιρες μού φέρνουν στο μυαλό μουσικές εικόνες από το υπέροχο και ίσως αξεπέραστο "( )". Νομίζω ότι ήδη ανέφερα τους δύο καλύτερους δίσκους της μπάντας... και αυτό είναι καλό... μιας και οι Sigur Rós δεν γεννηθήκαν εχτές. Αυτός είναι ο έβδομος δίσκος τους και οι μουσικές τους δομές παραμένουν ίδιες. Η υφή, ο θόρυβος και η μελωδία της μουσικής τους είναι στη θέση τους. Ξαναγεννήθηκαν...




Ούτε ένα κομμάτι δεν μοιάζει με κάποιο άλλο. Μεγάλη υπόθεση για post-rock συνθέσεις. Εδώ πλέον δεν χρειάζεσαι βίντεο και εικόνες για να καταφέρεις να νιώσεις την ατμόσφαιρα και να εγκλιματιστείς. Απλά περιμένεις 22 δευτερόλεπτα feedback για να νιώσεις το βουητό και τις εκρήξεις του doom μπάσου στο εναρκτήριο "Brennisteinn".  Ο τίτλος του τραγουδιού μεταφράζεται σε «θειάφι», και τα τύμπανα, τα έγχορδα, η κιθάρα και τα φωνητικά, βάζουν την πρώτη φωτιά. Φωτιά που θα απλώσει το "Hrafntinna", μια συνθεση εσωτερική. Ένας διαλογισμός και μια σκοτεινή φαντασμένη υπόσταση που μετακινείται αργά και απροσάρμοστα με την βοήθεια κυμάτων αέρα.

Η συνέχεια οικεία, μιας και τα επόμενα κομμάτια, συνθέτουν μια παραδεισένια τριάδα. Μια σκοτεινή επιφάνεια ("Yfirbord" ) που πνίγεται από καταιγίδες και θύελλες ("Stormur"). Ήχοι και μελωδίες που σου κλείνουν τα μάτια, σε γυρνούν πίσω, σε μαγεύουν και σου γεμίζουν δάκρυα τα μάτια. Βουρκωμένος και χαμένος ψάχνεις να καταλάβεις που βρίσκεσαι... είσαι στην κορυφή ενός παγόβουνου ("Isjaki")... μόνος... και ταξιδεύεις στον παγωμένο ωκεανό.

Το ομότιτλο με τον δίσκο κομμάτι μπαίνει με industrial σαπίλα που επαναφέρει την έκρηξη του ξεκινήματος και σε ανατριχιάζει ευχάριστα. Βαδίζει ηλεκτρικά και θορυβωδώς προς το "Rafstraumur" που δένει και επαναφέρει παλιά και νέα Sigur Rós στιλ. Ρυθμός και ένταση πάνω στα κρουστά για να ξεφύγεις σε pop όνειρα. "Bláþráður" και "Var" κλείνουν το άλμπουμ σβήνοντας σιγά-σιγά το φιτίλι. Όντας σκληρά και τολμηρά καταφέρνουν να εκφραστούν σαν μια χορωδία αγγέλων. Ανεβαίνουν κι ανεβαίνουν μέχρι να μην υπάρχει άλλο οξυγόνο. Μέχρι να βγεις από την ατμόσφαιρα και να πετάς στο διάστημα. Μέχρι ν' ακούσεις επιτέλους πιάνο στο κλείσιμο και να σου κόψει την ναυτία ευχάριστα.

Είναι αναζωογονητικό όταν μουσικές και ήχοι πετυχαίνουν να ενοχλήσουν απάτητα εδάφη της ψυχής σου. Είναι εφιαλτικό το τοπίο που φτιάχνεται στ' αυτιά σου να σε καταπνίγει σαν τέρας. Είναι ένα σκοτεινό, ασφαλές και κρύο όπως πάντα ισλανδικό παραμύθι. Ξεκίνα το ταξίδι και δεν θα χάσεις τον δρόμο σου.


Νούμερο 17   Enforcer "Death By Fire"

Αυτή τη φορά το συγκρότημα, θέλοντας να έχει τον απόλυτο έλεγχο της δημιουργίας του δίσκου, αποφάσισε να τα κάνει όλα μόνο του. Και όταν λέμε όλα, εννοούμε όλα. Παραγωγή, μίξη και mastering. Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας αναζήτησαν δισκογραφική στέγη την οποία την βρήκαν κάτω από αυτή της Nuclear Blast. Παρά τη σχετική απειρία τους τα πήγαν πολύ καλά, καταφέρνοντας να φτιάξουν έναν δίσκο ο οποίος παρ' όλες τις αναφορές σε παλιότερα είδη, ακούγεται αρκετά φρέσκος, καθώς η παραγωγή χωρίς να είναι επιτηδευμένα γυαλισμένη, εξυπηρετεί στο 100% τον ήχο που θέλουν να πρεσβεύουν, με βάθος στα τύμπανα, το μπάσο παρόν και τις κιθάρες να βγάζουν την απαιτούμενη τραχύτητα.

Στο "Death By Fire" ερχόμαστε αντιμέτωποι, κατά κύριο λόγο, με ένα πάντρεμα δύο σχολών, του NWOBHM και του speed metal συγκροτημάτων όπως οι Exciter. Από τη μια έχουμε τις πανέμορφες δυσολίες και από την άλλη την ταχύτητα. Η φωνή του Olof Wikstarnd (ο οποίος πλέον έχει αναλάβει και τη δεύτερη κιθάρα) είναι καταπληκτική, τα solo του Joseph Toll ξεπετάγονται από παντού και το rhythm section δίνει συνεχώς ένα tempo το οποίο σπανίως πέφτει σε «νορμάλ» ταχύτητες.


Η εισαγωγή "Bells Of Hades" μοιάζει να γράφτηκε απλά για να δίνει τον απαιτούμενο χρόνο στη μπάντα να βγει στη σκηνή, αλλά από εκεί και πέρα δεν μπαίνει πουθενά φρένο. Οι οχτώ συνθέσεις ξεχειλίζουν από δύναμη και πάθος και φαίνεται πως γράφτηκαν με μοναδικό σκοπό το να προκαλούν παροξυσμό στα live τους και, όπως γίνεται συνήθως σε αυτό το είδος, πρωταγωνιστές στον δίσκο είναι οι κιθάρες και τα υψίφωνα φωνητικά. Μαγευτικές στιγμές αγνού παρθένου speed-ατου heavy metal με τα "Death Rides The Night" και "Run For Your Life", βιρτουόζικα solo στο ορχηστρικό (και κάργα Maiden-ικό) "Crystal Suite"και πιασάρικα refrain στα εξίσου up-tempo "Mesmerized By Fire" και "Take Me Out Of This Nightmare". Στο "Silent Hour/The Conjugation" δείχνουν πόσο καλά μπορούν να κλιμακώνουν την ένταση και να παίζουν με τις εναλλαγές των θεμάτων, για να έρθουν να κλείσουν όπως ξεκίνησαν με το "Satan", το verse του οποίου είναι ίδιο με αυτό του "Phantom Lord", αλλά σιγά μην κάτσουμε να χαλάσουμε τις καρδιές μας για κάτι τέτοιο.

Οι Enforcer δεν διεκδικούν καμία απολύτως δάφνη πρωτοτυπίας καθώς πατάνε γερά σε μουσικές που έχουμε ήδη ακούσει εδώ και πολλά χρόνια. Όμως ο τρόπος που ανακατεύουν τις όποιες επιρροές τους, σιγά, σιγά τους κάνει να μπορούν να ισχυριστούν πως αποκτούν τον δικό τους ήχο. Αυτό, σε συνδυασμό με το πάθος και τη φρεσκάδα που βγάζουν στις δουλειές τους, τους κάνουν στα μάτια μου μια επιτυχημένη μπάντα, η οποία θέλω να πιστεύω πως έχει πολλά να μας δώσει στο μέλλον και πως ακόμη βρίσκεται στην αρχή μιας λαμπρής καριέρας.



Νούμερο 16   Ulver "Messe I.X VI.X"

Ένα κομψοτέχνημα σύγχρονης κλασικής μουσικής όπου οι «λύκοι» έχουν λαμβάνειν τα μέγιστα από το μεγάλο ατού της μουσικής τους, τη σιωπή

 «Make something grand, gothic and Ulver-esque», they said. «Ok»

Μέσα στην παραπάνω γραμμή συνοψίζει ο Καλλιτέχνης Kristoffer Rygg ολόκληρο το νόημα της νέας κυκλοφορίας των Ulver σε συνεργασία με την Tromsø Chamber Orchestra. Το καινούργιο έργο τέχνης των Νορβηγών έρχεται να διαδεχτεί το προ διετίας "Wars Of The Roses", έναν από τους πιο προσβάσιμους δίσκους μιας κατά καιρούς ιδιαίτερα δύστροπης και κρυψίνου δισκογραφίας. Μπορεί  το "Wars Of The Roses" να ήταν αντικειμενικά ένα καλό άλμπουμ, μπορεί live να απογειωνόταν όπως διαπιστώσαμε στην εμφάνισή τους στη χώρα μας, ωστόσο δεν έπαυε να είναι μία από τις λιγότερο δυνατές στιγμές της καριέρας των Ulver, μιας καριέρας στην οποία ξεπετάγονται ουκ ολίγες κορυφές. Μία από αυτές τις κορυφές είναι και το “Messe I.X.-VI.X”, ένα κομψοτέχνημα σύγχρονης κλασικής μουσικής όπου οι «λύκοι» έχουν λαμβάνειν τα μέγιστα από το μεγάλο ατού της μουσικής τους, τη σιωπή.

Εκ των έξι συνθέσεων, μονάχα στην τέταρτη και την έκτη συναντάμε τη βαθιά, μαγευτική φωνή του Rygg, αφού όλες οι υπόλοιπες είναι ορχηστρικές. Η αρχή γίνεται με το υποβλητικό δωδεκάλεπτο "As Syrians Pour In, Lebanon Grapples With Ghosts Of A Bloody Past", ένα τραγούδι-τελειότητα από την αρχή μέχρι το τέλος του. Οι Ulver για κανένα λόγο δεν επιθυμούν να πολιτικοποιηθούν, όπως μπορεί κανείς εσφαλμένα να σπεύσει να συμπεράνει από τον τίτλο. Απλά, «εκφράζουν τη βαθύτατη θλίψη τους» για αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο και τα χρησιμοποιούν ως εφαλτήριο για να μας κατακλύσουν με τα κλειστοφοβικά συναισθήματα της αρχής του κομματιού. Τα τρομακτικά ambient περάσματα, η υποψία υπόκωφων πυροβολισμών στο background και ένα βιολί να ξεκινάει από ένα σημείο και μετά να κλαίει για τις κακοτοπιές της ανθρωπότητας... Ήδη από το εναρκτήριο κομμάτι καθίσταται σαφές ότι πρόκειται για τους δίσκους που απαιτούν χρήση ακουστικών για να απορροφήσεις κάθε σπιθαμή των ήχων που πλανώνται, αλλά και για να δεχτείς το βαθύ τρέμουλο των μπάσων στιγμών. Το πιάνο που κάνει την εμφάνισή του κάπου στο ένατο λεπτό απογειώνει το "As Syrians..." για να φτάσει μέσω μιας κλασικής à la-Perdition City γέφυρας στο κάπως πιο αισιόδοξο φινάλε που δεν είναι τίποτα άλλο παρά καθαρή κλασική μουσική μετά από την «κλασική μουσική» δοσμένη υπό το πρίσμα των Hans Zimmer και Max Richter αυτού του κόσμου.

Στο "Shri Schneider" τα κλειστοφοβικά συναισθήματα υποχωρούν για να δώσουν την θέση τους σε μια αίσθηση καθημερινότητας, ψυχρής και μεταβατικής. Τα ηλεκτρονικά στοιχεία κυριαρχούν στην εν λόγω σύνθεση, ενώ από πίσω γίνεται ένα ραδιοφωνικό ζάπινγκ ήχων και μελωδιών που έρχονται και φεύγουν σαν φαντάσματα. Το "Glamour Box (Ostinati)", που ακολουθεί, δημιουργεί αδημονία και ταυτόχρονα υπονοεί δράση και εξέλιξη στην ατμοσφαιρική ταινία που σχηματίζεται από τα ηχοχρώματά του "Messe I.X - VI.X", η οποία φτάνει στην κορύφωση της περιπέτειάς της λίγο πριν μπει το "Son Of Man". Τότε είναι που θα επέλθει η στιγμή της τραγικής αυτογνωσίας του φανταστικού ήρωα, αν δύναται να υπάρχει ήρωας σε μια τέτοια ιστορία. Οι στίχοι του Rygg είναι γνωστοί πια: μινιμαλιστικοί και μεγαλεπήβολοι, σφύζουν νοημάτων, συναισθημάτων και εικόνων. Ελάχιστοι στιχουργοί μπορούν να τον ξεπεράσουν σε αυτό που κάνει. Λίγο πριν επικαλεστεί την Μητέρα, στο τελευταίο τραγούδι του δίσκου, επικαλείται τον Πατέρα. «Oh Father / We are defined by our blood / The massacre of the innocent / And the sacrifice of the son...» για να αναρωτηθεί στο τέλος «What kind of choir of angels will receive us?» και το τραγούδι να συνεχίσει το δρόμο του προς άπιαστες κορυφές.



Το "Noche Oscura Del Alma" είναι ακόμα πιο εσωστρεφές από το ούτως ή άλλως εσωστρεφέστατο σύνολο μέσα στο οποίο ανήκει. Οι χαμηλές συχνότητες κυριαρχούν και τα samples από μυστήρια λόγια και ρετρό τραγούδια που μοιάζουν να παίζονται από σκονισμένα γραμμόφωνα γεμίζουν το χώρο με στενάχωρα συναισθήματα, ούτως ώστε να ακολουθήσει η κάθαρση με την επίκληση στη Μητέρα, σαν σύμβολο της παρηγοριάς και των καταπραϋντικών σκέψεων. «Oh Mother / I turn to you from the valley of tears / Oh Mother / Pure and simple / Virgin and whore». Το ταξίδι στην άγρια νύχτα των ταλαιπωρημένων περιοχών της Μέσης Ανατολής θα τελειώσει στην Αγία Πόλη, ως σύμβολο της ένωσης μεταξύ λύτρωσης και τραγικής ειρωνείας. «The women of Jerusalem / Along the way of sorrows / Speaking of ghosts in the holy city».



Νούμερο 15   The National "Trouble Will Find Me"

Το άλμπουμ είναι πλημμυρισμένο από μικρές και μεγάλες μουσικές στιγμές που κάνουν τον ακροατή να καταπιάνεται και μέσα από αυτές να βρίσκει κομμάτια του συναισθηματικού του κόσμου

 Η ανατομία της μελαγχολίας έμοιαζε να είχε ολοκληρωθεί με το "High Violet" σε σημείο που έκανε τους οπαδούς τους ακόμα και τους ίδιους τους National να αναρωτιούνται για το αν μπορούν να εξελιχτούν μουσικά και για το τι μπορούν ακόμα να προσφέρουν στο κοινό τους. Φαινόταν δύσκολο μέσα στα δύο χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι την ολοκλήρωσή του, αλλά να που τα κατάφεραν για ακόμα μία φορά να συνθέσουν ένα άλμπουμ εφάμιλλης ποιότητας τόσο του προκατόχου του, όσο και του "Boxer".

Οι National κάνουν μία θαυμάσια επιλογή τραγουδιών στο άνοιγμα του "Trouble Will Find Me", που φτάνει περίπου μέχρι τα μέσα του tracklist, χωρίς να αφήσουν την παραμικρή χαραμάδα φωτός για τον ακροατή. Δημιουργούν για ακόμα μια φορά τις κατάλληλες συνθήκες για να βάλουν τους ακροατές τους στον σκοτεινό τους χορό, άλλοτε με χαμηλότονες συνθέσεις κι άλλοτε με πιο up-tempo σύνολα. Για την ποιότητα των φωνητικών του Berninger δεν νομίζω ότι πλέον χρειάζεται να πούμε πολλά, αφού για ακόμα μία φορά το βαρύτονο της χροιάς του στέκεται περήφανα μπροστά στις απαιτήσεις των περιστάσεων και πείθει ότι το δράμα των γλαφυρών περιγραφών των στίχων, είναι αληθινό. Για αυτόν που σίγουρα πρέπει να γίνει μια ιδιαίτερη μνεία είναι για τον Brian Devendorf, που χτίζει έτσι τα ρυθμικά του μέρη, και κάνει τα drums του να δίνουν ηγετικό παλμό στα κομμάτια, όμοιο με αυτόν του μπάσου του Peter Hook στους New Order. Κατά τα άλλα, οι αδερφικοί δεσμοί που συνδέουν τους Aaron και Bryce Dessner επεκτείνονται και στη μουσική τους συνεργασία, πλέκοντας μεταξύ τους, σχεδόν διαισθητικά, εύηχα μουσικά θέματα με τις κιθάρες τους και τα πλήκτρα.

Το άλμπουμ είναι πλημμυρισμένο από μικρές και μεγάλες μουσικές στιγμές που κάνουν τον ακροατή να καταπιάνεται και μέσα από αυτές να βρίσκει κομμάτια του συναισθηματικού του κόσμου. Αν κάνουν κάτι οι National, είναι ακριβώς αυτό. H συναισθηματικά πυρίμαχη Jennifer του "Fireproof" και οι καθαρτικές εξομολογήσεις του "Sea Of Love" μπορεί να είναι από τις πιο δυνατές στιγμές του "Trouble Will Find Me", αλλά τα ωραία δεν σταματούν εκεί. Όσοι από σας ψάχνουν το "Bloodbuzz Ohio" και το "Abel" του 2013, θα τα βρείτε και τα δύο μέσα στο "Graceless" που ακούγεται ακόμα πιο συμπαγές στην δομή του και στις διακυμάνσεις του και από τα δύο προαναφερθέντα μαζί. Εξάλλου, για τους National πάντα θα πρέπει να υπάρχει ένα δράμα. Και στο "Demons" φαίνεται ότι αυτό το δράμα δεν θα τελειώσει ποτέ, μιας και οι συγκρατημένες κραυγές του Berninger μουρμουρίζουν αποκαλυπτικά ότι όλη αυτή η απελπισία που ζει και τραγουδά τόσα πηγάζει από την χαμηλή του αυτοεκτίμηση. Άρα, θα μας «βασανίζει» για χρόνια ακόμα.




Συνοψίζοντας σε λίγα λόγια το νέο δισκογραφικό πόνημα των National, θα μπορούσα εύκολα να πω ότι και αυτή τη φορά μοιράζονται ένα βρώμικο μυστικό μαζί μας. Από τη μία έχουμε τους αδερφούς Dessner να εκφράζουν τις ορχηστρικές τους ανησυχίες μέσα από έναν αρχικά απλοϊκό μουσικά άξονα. Έτσι οι μελωδίες τους κολλάνε πολύ γρήγορα στο μυαλό του ακροατή, μέχρι να αποκαλυφθεί η συνθετική τους ευφυΐα, με τη βοήθεια των φωνητικών του Berninger που εξαπολύει τις αλήθειες χωρίς έλεος, πάντα με την ρυθμικής υπόκρουσης του Devendorf. Μια τακτική που δεν ξενίζει στην περίπτωση των National, αλλά αποδεικνύεται για ακόμα μία φορά τόσο επιτυχημένη.




Νούμερο 14   David Bowie "The Next Day"

«Τίποτε λιγότερο από «Alive and kicking» που έλεγαν οι Simple Minds. Από τις σημαντικότερες επιστροφές στην ιστορία της μουσικής»

 «Here I am, not quite dying»

Τι να πω κι εγώ και τι να γράψω τώρα, όταν, εν έτει 2013, ακούω τον Bowie να λέει αυτούς τους στίχους με ορμή οδοστρωτήρα; Πέρασαν δέκα χρόνια από το τελευταίο του άλμπουμ και -κακά τα ψέμματα- από καιρό είχαμε αρχίσει να συμβιβαζόμαστε με την ιδέα ότι δύσκολα θα ξανακούγαμε νέο δίσκο από τον υπέρτατο χαμαιλέoντα της rock. Τα προβλήματα της υγείας του (το 2004 υπέστη καρδιακή προσβολή κι έκτοτε έχουν ανατροφοδοτηθεί πάσης λογής φήμες για ένα σωρό άλλα) και οι μετρημένες στα δάχτυλα δημόσιες εμφανίσεις του μας έδιναν κάθε δίκιο, εδώ που τα λέμε.

Ξαφνικά, όμως, στις 8 του περασμένου Γενάρη -ανήμερα των 66ων γενεθλίων του- δόθηκε στη δημοσιότητα το "Where Are We Now?". Μια μελαγχολική μπαλάντα που μετά τα μισά κλιμακώνεται πολύ όμορφα (σαν τους U2 των αρχών των 90s) και σε κερδίζει με κάθε ακρόαση. Εκεί ο -πάλαι ποτέ- αέρινος Thin White Duke ακούγεται εύθραυστος και με έντονη διάθεση αναπόλησης (για τα χρόνια του Βερολίνου, εν προκειμένω) μοιάζει βυθισμένος σε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα τύπου: «Μάρω-Μάρω μια φορά είν' τα νιάτα» και «περασμένα μεγαλεία, διηγόντας τα να κλαις».

Μαζί με το "Where Are We Now?" και τα νέα της επερχόμενης επιστροφής του, δόθηκε στη δημοσιότητα και το εξώφυλλο του άλμπουμ: ο τίτλος σε ένα λευκό τετράγωνο πάνω από το ιστορικό πορτρέτο του "Heroes" (1977). Έτσι, λίγο η βόλτα στο ψυχροπολεμικό Βερολίνο μέσω του πρώτου single, λίγο το εξώφυλλο˙ όλα προϊδέαζαν ότι θα είχαμε να κάνουμε με κάτι ατμοσφαιρικό, βουτηγμένο στη νοσταλγία. Κι ύστερα ήρθε το σπαρταριστά ζωηρό "The Stars (Are Out Tonight)" και εκεί που είχαμε μπει σε ένα mood κύκνειου άσματος, μας μπέρδεψε ο μπαγάσας.

Ωστόσο, η ευχάριστη έκπληξη -αλλά και η σύγχυση- που προκάλεσε το απροσδόκητο δεύτερο single, δεν πιάνουν μία μπροστά στην αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς και την εξάρθρωση της κάτω από την άνω γνάθο που πάθαμε (οι οπαδοί του) όταν πρωτακούσαμε ολόκληρο το "The Next Day", το οποίο δόθηκε ελεύθερο για streaming μέσω iTunes. Δεν είναι ότι ξαφνιαστήκαμε ευχάριστα από μια «αξιοπρεπή» επιστροφή και άλλα τέτοια φλώρικα που γράφονται σε αντίστοιχες περιστάσεις. Το "The Next Day" είναι δισκάρα που σου «κάθεται» με την πρώτη και το ίδιο ενθουσιώδης θα δήλωνα ακόμη κι αν επρόκειτο για το ντεμπούτο μιας άγνωστης, πρωτοεμφανιζόμενης μπάντας.

Έχει βγάλει αρκετούς αξιόλογους δίσκους μετά το ανεπανάληπτο καλλιτεχνικο peak του στα 70s, ενώ -ως γνωστόν- έχει βγάλει και αρκετές πατάτες (βλέπε το Buyer's Guide που είχαμε φτιάξει προ τετραμήνου εντελώς ανυποψίαστοι για την επερχόμενη επιστροφή του). Έτσι, κάθε φορά που στα τελευταία 30 χρόνια έβγαζε ένα συμπαθητικό δίσκο είχε καταντήσει ανέκδοτο το να γεμίζει ο μουσικός Τύπος με τη φράση κλισέ: «το νέο του άλμπουμ είναι ό,τι καλύτερο έχει κυκλοφορήσει από το "Scary Monsters" (1980)».

Ε, να λοιπόν, που ήρθε εκείνη η ευλογημένη ώρα που ο χαμαιλέοντας έβγαλε ένα δίσκο, ικανό να αντέξει τη διαδικασία σύγκρισης με τα προϊόντα της δοξασμένης νιότης του. Ναι, τόσο καλό είναι το "The Next Day" και πλέον, παρέχεται σε μια νέα γενιά η ευκαιρία να μάθει πως είναι να μένεις έκθαμθος μπροστά σε μια πραγματικά άψογη (γαμάτη λέμε) νέα κυκλοφορία του κορυφαίου Bowie.




Ξανακούγοντας, λοιπόν, το εσωστρεφές "Where Are We Now?" ενταγμένο, πλέον, μέσα στο άλμπουμ μπορούμε μετά βεβαιότητας να πούμε ότι αν δεν ήταν το track που θα ξαναέφερνε τον Bowie στις ζωές μας (όχι ότι έφυγε ποτέ), θα ήταν απολύτως ακατάλληλο για να μας εισάγει στο "The Next Day", καθώς σε αντίθεση με το εν λόγω track, ο δίσκος ξεχειλίζει από ενέργεια και είναι ένας από τους πιο rock της συγκλονιστικής δισκογραφίας του.

Η ομάδα που βρίσκεται πίσω από το άλμπουμ δεν διαφέρει από εκείνη του "Heathen" (2002) ή του "Reality" (2003). Ο Tony Visconti στην παραγωγή και στο μπάσο, ο Gerry Leonard  στη γεμάτη ουσία κιθάρα, ο Sterling Cambell στα drums και ο ίδιος ο Bowie στα πλήκτρα. Ο ήχος δεν απέχει και πολύ από εκείνον του "Reality", αλλά οι συνθέσεις είναι ξεκάθαρα ανώτερες. Ηχογραφήθηκε στη Νέα Υόρκη κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών και -ανάλογα με το ποια άλμπουμ επιλέγει κανείς να συνυπολογίσει- θεωρείται το 24ο στην 45ετή (και βάλε), αδιανόητα επιδραστική καριέρα του.

Τι σημαίνει όμως ένα εξώφυλλο που παραπέμπει στην ατμοσφαιρική τριλογία του Βερολίνου και γιατί χρησιμοποιήθηκε τώρα, παρ' ότι το ύφος του "The Next Day" είναι ξεκάθαρα διαφορετικό; Στο μυαλό του δεν μπορώ να μπω (άσε που έχει κόψει και τις συνεντεύξεις...), αλλά ακούγοντας ασταμάτητα το άλμπουμ τις τελευταίες ημέρες, θα τολμήσω να πω ότι το παλιό εξώφυλλο δεν παραπέμπει συγκεκριμένα στο 1977 που κυκλοφόρησε το "Heroes", αλλά αποτελεί μια γενικότερη αναφορά στο παρελθόν του, το οποίο επανέρχεται «updated» σχεδόν σε κάθε κομμάτι του δίσκου.

Πλέον δεν έχει ανάγκη να εφεύρει και να υποδηθεί κάποια εναλλακτική persona. Όλες οι σπουδαίες μεταμορφώσεις του παρελθόντος συγκλίνουν υπηρετώντας με σεβασμό τον τωρινό Bowie.

Το εναρκτήριο (ομότιτλο) κομμάτι του δίσκου είναι ένα πραγματικό σοκ. Πατώντας στο "Beauty And The Beast" από το "Heroes" (1977), ένας απολαυστικός (όσο και φρενήρης) Bowie κολυμπάει με ορμή μέσα σε μια θάλασσα από καταπληκτικά κιθαριστικά licks που φέρνουν στο μυαλό την εποχή που δίπλα του είχε τον Carlos Alomar. Και αυτό το απίθανο ρεφρέν:

«Here I am, not quite dying 
My body left to rot in a hollow tree
It's shadows throwing shades on the gallows for me»

«Not quite dying» λέει; Χα! Ούτε για αστείο! Πώς το 'λεγαν οι Simple Minds, «Alive and kicking»; Ε, αυτό. Τίποτε λιγότερο. Ένα ξεκίνημα πέρα από κάθε προσδοκία.

Ακολουθεί το "Dirty Boys" με καμπαρετζίδικη διάθεση, ένα πολύ καλό ρεφρέν κι ένα κοφτό σαξόφωνο που μας οδηγεί στο εξαιρετικό "The Stars (Are Out Tonight)", που θυμίζει λίγο το "China Girl". Το κομμάτι απογειώνεται και γίνεται ολοένα και καλύτερο μετά τα 01:33, όταν μια μελωδική αντίστιξη κάνει την εμφάνισή της και το μετατρέπει σε κάτι σαφώς πιο ευχάριστο που σε καλεί να χτυπήσεις παλαμάκια.

Όπως φαίνεται και στο πολύ καλό video της Floria Sigismondi, το "The Stars..." αποτελεί μια αλληγορία για την αδηφάγο πραγματικότητα της μανιώδους σκανδαλοθηρίας. Ο Bowie έχει περάσει, πλέον, στο παρασκήνιο (όχι ότι τον έχουν αφήσει κι εντελώς ήσυχο) και λειτουργεί ως αποστασιοποιημένος παρατηρητής, όπως ο μέσος καθηλωμένος άνθρωπος που παρακολουθεί αμήχανος τις ζωές των διασημοτήτων που προβάλλονται νυχθημερόν.

«We live closer to the earth, never to the heavens 
[...] 
We will never get rid of these stars, but I hope they live forever» 

Και κάπου εκεί επανεμφανίζονται τα όρνια για να «ρουφήξουν» τη γύρη που έχει ξανασυγκεντρώσει, τώρα που ξαναβγαίνει στο προσκήνιο. («And they know just what we do. That we toss and turn at night / They're waiting to make their move on us»). Από κοντά και η Tilda Swinton, που χάνει τον εαυτό της στην πορεία.

Πλέον γίνεται αντιληπτό ότι υπάρχει μια υποβόσκουσα απόγνωση που προσθέτει απροσδόκητα βάθη στο φαινομενικά uptempo άλμπουμ. Η θνητότητα και το τέλος που πλησιάζει είναι οπωσδήποτε από τα κεντρικά θέματα του δίσκου.  «Wave goodbye to life without pain» μας λέει στο "Love Is Lost" και γίνεται φανερή η σκιά που έχουν ρίξει πάνω του οι περιπέτειες της εύθραυστης υγείας του.

Μετά το "Where Are We Now?" έρχεται το "Valentine's Day", το οποίο εκ πρώτης όψεως είναι η πιο χαριτωμένη μελωδία του άλμπουμ, αλλά πίσω από την εύθυμη και χαλαρή ενορχήστρωσή του αποκαλύπτεται η πικρή πλευρά μιας από τις πιο σκοτεινές στιγμές του, καθώς έχει να κάνει με ένα οπλισμένο παιδί που αιματοκυλίζει ένα σχολείο. Εξαιρετική ηχογράφηση, πράγματι.

To "If You Can See Me" που ακολουθεί είναι μακράν η πιο «δύσκολη» σύνθεση του δίσκου, με τον Δούκα να δίνει μια φρενήρη ερμηνεία βγαλμένη από το έπος του "Station To Station" (1976). Παραδόξως, όμως, ακούγεται σχετικά άνετα, λαμβάνοντας υπόψη το πόσο avant-garde είναι. Το δίχως άλλο, με το κομμάτι αυτό ο Bowie αποδεικνύει ότι, ακόμη και σήμερα, παραμένει στην αιχμή της πρωτοπορίας για την πλάκα του. Αυτό που σίγουρα καταφέρνει -και εδώ είναι η μαγκιά του καλού sequencing- είναι ότι κάνει το "I'd Rather Be High" που ακολουθεί να ακούγεται σαν μια μελωδική όαση (όχι ότι δεν είναι).

Με ένα riff που θα ζήλευαν κι οι Suede (τα παιδιά του δηλαδή), το κομμάτι αυτό αντηχεί το "Every One Says Hi" από το "Heathen" (2002), ένα από τα τελευταία σπουδαία τραγούδια που μας είχε δώσει (...μέχρι τώρα, δηλαδή, που μας δίνει μια ντουζίνα μαζεμένη). Εδώ γίνεται φανερή και μια έντονα αντιμιλιτιραστική διάθεση.

«I'd rather be high, I'd rather be flying 
I'd rather be dead or out of my head
Than training these guns of those men in the sand»

Η άψογη παραγωγή και οι στίχοι «Who would have ever thought of it? / Who would have ever dreamed?» στο "Boss Of Me" υπογραμμίζουν την έκπληξή μου για το πόσο απίθανα κυλάει η επιστροφή του. Πραγματικά, «ποιός το περίμενε»; Δίσκος που σου κάθεται με την πρώτη και γίνεται ολοένα και καλύτερος, καθώς προχωράει.

Το "Dancing Out In Space" θυμίζει μακρινό παιδί του "Modern Love" από το "Let's Dance" (1983), χωρίς, ωστόσο, να φτάνει και πολύ μακριά. Ακούγεται ευχάριστα, αλλά μπροστά στα υπόλοιπα, φαντάζει ως μια από τις πιο «δεύτερες» συνθέσεις. Το "How Does The Grass Grow?" έχει τα χρώματα του "Low" (1977) και μοιάζει με σουρεαλιστική εκπομπή του Major Tom από το "Space Oddity" (1969), που έχει από καιρό, πλέον, εμπεδώσει τη μορφή του αρλεκίνου με την οποία μας επανασυστήθηκε στο "Ashes To Ashes" (1980). Πολύχρωμο και ζωηρό σαν το "Sound And Vision", μοιάζει σαν άσκηση πάνω στο "Boys Keep Swinging" από το "Lodger" (1979), ενώ έχει κι ένα περιπαιχτικό ρεφρέν που φέρνει στο μυαλό τις απολιθωμένες χαριτωμενιές του "The Laughing Gnome" από το μακρινό 1967.

Ολόκληρη η καριέρα του Bowie αποτελεί μια περίτρανη απόδειξη ότι δεν είναι από εκείνους που ορίζονται από τις περιστάσεις, αλλά ανήκει στην εκλεκτή κατηγορία των καλλιτεχνών που τις δημιουργούν. Ασυμβίβαστος, γράφει και εμφανίζεται όποτε εκείνος νιώθει ότι έχει κάτι αξιόλογο να πει. Να είστε σίγουροι πως δεν επρόκειτο να επιστρέψει αν δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές και σήμερα.

Ιδιαίτερα τώρα, που σε όποια γωνιά του πλανήτη και να κοιτάξει «he can hear the nation cry», αναρωτιέται: «Who will set the world on fire?», για να δώσει ο ίδιος την απάντηση: «YOU will set the world on fire» στο εξαιρετικό track με τον ίδιο τίτλο. Το riff της εισαγωγής θυμίζει εκείνο του Jack White από το "Sixteen Saltines", που με τη σειρά του μας έρχεται από τα "Χτυποκάρδια στο Beverly Hills" (true story!), αλλά -ευτυχώς- δεν σταματά εκεί. Μια πραγματική rock γιορτή και ένα από τα καλύτερα κομμάτια του δίσκου.

Παύση για να πάρουμε μια ανάσα και να εκτιμήσουμε την αξία του "The Next Day". Πιο ζωηρό από ό,τι θα ευχόταν κι ο πιο αισιόδοξος οπαδός του, πατάει στο παρόν και κλείνει πονηρά το μάτι στο μέλλον (ο Visconti λέει ότι έχουν ηχογραφηθεί άλλα τόσα κομμάτια). Δίσκος που προορίζεται για να παιχτεί και όχι για να σκονίζεται σε δισκοθήκες φανατικών των παλιών καλών ημερών του που ...«το πήραμε, μωρέ, κι αυτό για λόγους πληρότητας». Μεστό και εύστροφο rock χωρίς ανούσια σημεία και ένας Bowie που σφύζει από ζωή. Ακούγοντας αυτό το απίθανο άλμπουμ, σε πιάνει καημός που δε θα περιοδεύσει. Αυτά τα κομμάτια θα λειτουργούσαν περίφημα live.

Πίσω στο tracklist και το απίθανο σερί συνεχίζεται με το ωραιότατο βαλσάκι "You Feel So Lonely You Could Die", το οποίο τον συνδέει με το "Five Years" από το "The Rise And Fall Of Ziggy Stardust And The Spiders From Mars" (1972). Αχ και να ζούσε ο παλιόφιλος ο Lennon, να το έλεγαν παρέα. Αχ (επίσης) να ήταν αυτό το κομμάτι που θα έκλεινε το δίσκο και όχι το "Heat", το οποίο μπορεί να είναι μην είναι κάτι ιδιαίτερο (σίγουρα δεν είναι αντάξιο να κλείσει ένα τέτοιο άλμπουμ), αλλά έχει έντονο άρωμα από τα ατμοσφαιρικά του Βερολίνου και μια χαρακτηριστική θεατρικότητα.

Ο δίσκος είναι πραγματικά απολαυστικός και σταματώ εδώ την ψευτοαπόπειρά μου να τον αναλύσω περαιτέρω (λες κι είναι εύκολο...). Το "The Next Day" κυλάει νεράκι και αυτό έχει ασύγκριτα μεγαλύτερη σημασία από οτιδήποτε μπορώ να γράψω. Άλλωστε κι ο ίδιος ο Bowie ανέκαθεν ισχυριζόταν ότι όλες οι μορφές της τέχνης πρέπει να παραμένουν ελεύθερες προς ερμηνεία. Ανεξάρτητα από τις προθέσεις του καλλιτέχνη, οι προσωπικές ερμηνείες των δεκτών (ακροατών, θεατών κλπ.) προσθέτουν μια επιπρόσθετη διάσταση και περαιτέρω περιεχόμενο στο έργο.

Παρεμπιπτόντως, μην ξεχνάμε ότι, μαζί με τη δισκογραφική του επιστροφή, το Victoria & Albert Museum of Art & Design στο Λονδίνο ετοιμάζεται να ανοίξει τις πόρτες του για να φιλοξενήσει την αναδρομική έκθεση David Bowie Is (23/03 - 11/08) και από καιρό έχει γίνει γνωστό ότι η προπώληση έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο στην ιστορία του Μουσείου.

Τελεία και παύλα. Ο Bowie και ο Visconti χτύπησαν φλέβα χρυσού και πέτυχαν 100% στο να δημιουργήσουν έναν μοντέρνο δίσκο που επαναφέρει το Δούκα στο προσκήνιο και τον επανασυνδέει με έναν αχαλίνωτα δημιουργικό τρόπο με το συγκλονιστικό παρελθόν του. Θα το πω όσο πιο χοντρά μπορώ. Το "The Next Day" έχει περισσότερα καλά τραγούδια από όσα υπάρχουν στους τελευταίους πέντε δίσκους του μαζί (και δεν είμαι από εκείνους που τους θεωρούν κακούς).

Το άλμπουμ είναι ένα ανατριχιαστικά αιχμηρό μάθημα προς τους απανταχού μαθουσάλες που βγάζουν δίσκους χωρίς να έχουν κάτι καινούργιο ή έστω αξιόλογο να πουν. Παράλληλα, συνιστά και ένα ανεπανάληπτο τεκμήριο για τις ευεργετικές ιδιότητες της αγρανάπαυσης. Βέβαια, δεν είναι μόνο η αγρανάπαυση˙ σίγουρα βοηθάει ότι αυτός που ξεκουραζόταν ήταν ο Bowie και όχι όποιος κι όποιος...

Το "The Next Day" δεν είναι απλά ένα απροσδόκητα καλό άλμπουμ. Πρόκειται για μια έκπληξη μεγατόνων, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ποιά η θέση του, λοιπόν, μέσα στο σύμπαν της ανεκτίμητης δισκογραφίας του Bowie; Μπορεί να συγκριθεί με τα αριστουργήματα των 70s; Ο μόνος λόγος που η απάντηση δεν είναι αβίαστα καταφατική, είναι ότι εκείνα τα άλμπουμ είναι ανεπανάληπτα. Ο χρόνος θα δείξει όμως. Μέχρι τότε, δεν έχω τον παραμικρό ενδοιασμό να γράψω ότι το άλμπουμ αυτό θέτει σοβαρότατη υποψηφιότητα για την κατηγορία «best comeback album ever».



Νούμερο 13   Blood Ceremony "The Eldritch Dark"

Ο καλύτερος δίσκος των Blood Ceremony μέχρι τον επόμενο

 Δεν είναι λίγοι οι καλλιτέχνες και τα συγκροτήματα από τον Καναδά που έχουν ξεχωρίσει για τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της μουσικής τους: Μερικά παραδείγματα διαχρονικά αποτελούν ο Neil Young, οι Rush, οι Voivod, οι Annihilator, οι Tea Party…και εσχάτως οι Blood Ceremony.

O κιθαρίστας και βασικός συνθέτης του group, Sean Kennedy είχε χαρακτηρίσει στο παρελθόν το ύφος του σχήματος ως folkier (πιο folk δηλαδή) Sabbath. Εάν αυτό ίσχυε αρκετά στο ντεμπούτο των Καναδών και λιγότερο στο δεύτερό τους άλμπουμ, τότε πριν ξεκινήσετε την ακρόαση του “The Eldritch Dark” αφαιρέστε κι άλλο Sabbath και προσθέστε μία ακόμη ισχυρή δόση protoprog. Κύρια υπεύθυνη για την εξέλιξη αυτή φαίνεται ότι είναι η τραγουδίστρια, φλαουτίστρια και οργανίστρια των Blood Ceremony, Alia O’Brien, καθώς εκείνη είναι η prog maniac της παρέας. Κατά τα άλλα, έχουμε τις αρμοδιότητες του μπασίστα Lucas Gadke να αυξάνονται, τον νέο drummer Michael Carillo να τα πηγαίνει περίφημα (όλα καλά μέχρι εδώ δηλαδή), και πολύ απλά έναν δίσκο που σκίζει. 

Σε σχέση με τις δύο προηγούμενες δουλειές των Καναδών η παραγωγή είναι πιο καθαρή παραμένοντας βέβαια vintage και οι κιθάρες ακούγονται ακόμη περισσότερο παλιακές, ενώ οι φωνητικές μελωδίες για άλλη μια φορά αιχμαλωτίζουν. Οι Deep Purple στα πιο progressive τους, η δραματικότητα των Pink Floyd και τα solos του Gilmour, οι εντάσεις των Uriah Heep και γενικότερα μεγάλος μέρος της early 70s παράδοσης βρίσκονται εδώ εγκλωβισμένα και άψογα φιλτραρισμένα μέσα από το ηχόχρωμα των Blood Ceremony. Σε σχέση με τον προκάτοχό του, το “The Eldritch Dark” είναι περισσότερο δουλεμένο και συνάμα λιγότερο πολύπλοκο και δυσνόητο. Τα 41 λεπτά που διαρκεί μπορεί βέβαια να φαίνονται λίγα, από την άλλη πλευρά όμως το καθιστούν κομμένο και ραμμένο για μονό (ευτυχώς) βινύλιο, ενώ πολύ εύκολα το ακούς καπάκι δεύτερη (μη σου πω και τρίτη) φορά. 




Ο δίσκος ανοίγει με το “Witchwood”, κομμάτι που έχει τις περισσότερες εναλλαγές και συνοψίζει στα επτά λεπτά που διαρκεί όλα τα στυλ που περικλείει ο δίσκος. Το single “Goodbye Gemini” έχει την αμεσότητα του έντονου ρυθμού και ένα αρκετά συμπαθητικό refrain, δεν θα έλεγα όμως ότι είναι αντιπροσωπευτικό του συνόλου. Έκπληξη αποτελεί σίγουρα το τραγουδισμένο από τον Gadke “Lord Summerisle”, το οποίο αν και διαφορετικά ενορχηστρωμένο από το κομμάτι των Sabbath, θυμίζει κάτι από τη γαλήνη του “Planet Caravan”. Η πρώτη από τις δύο κορυφές του δίσκου ανήκει στο “Ballad Of Τhe Weird Sisters”. Μεγάλο τραγούδι, βασισμένο στις prog/folk διδαχές των Jethro Tull, με το βιολί να θυμίζει στους αμετανόητους σαν εμένα και το Πολύζο κάτι από Todd Ehle και Jag Panzer (αυτό όμως είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο). 

Στο ομώνυμο του δίσκου, - όσο κι αν έχει περιοριστεί γενικότερα η επιρροή των Sabbath - η παρέα του Iommi έχει τη τιμητική της. Σειρά έχει το καθοδηγούμενο από τα πλήκτρα με το εντυπωσιακό break στη μέση και το εξαιρετικό solo “Drawing Down The Moon”.Το “Faunus” που ακολουθεί βαδίζει ακριβώς στα χνάρια των προγενέστερων ορχηστρικών “The Hermit” και “A Wine Of Wizardry” και μας προδιαθέτει κατάλληλα για το grand finale. Κάπως έτσι φτάνουμε λοιπόν στη έτερη κορυφή του δίσκου, με τον “Magician” Oliver Haddo να επιστρέφει θριαμβευτικά. Ένας εντυπωσιακός δίσκος χρειάζεται ένα αντίστοιχα εντυπωσιακό φινάλε και οι Blood Ceremony κράτησαν το καλύτερο από μια σειρά σπουδαίων τραγουδιών για το τέλος. Η μελωδία είναι καθηλωτική, το solo απλά μαγικό (μόνο που θα θέλαμε να διαρκεί περισσότερο μετά την αλλαγή του) και η φλοϋδική μεγαλοπρέπεια στο τελείωμα μας επαναφέρει (δυστυχώς) ομαλά (ευτυχώς) στην πεζή πραγματικότητα.

Το ιδιαίτερο στίγμα τους (retro doom rock με γυναικεία φωνητικά, φλάουτο και όργανο) οι Blood Ceremony το είχαν δώσει εξαρχής. Το ζητούμενο ήταν να φιλτράρουν καλύτερα μέσα από αυτό τις επιρροές τους και αν είναι δυνατόν να διευρύνουν το ύφος τους, κάτι που καταφέρνουν με εξαιρετικό τρόπο στο “The Eldritch Dark”. Αν θεωρήσει λοιπόν κανείς ότι το πρώτο τους άλμπουμ έχανε πόντους λόγω των πολλών Sabbath αναφορών και ότι στο δεύτερο αναζητούσαν ένα πιο προσωπικό ύφος, τότε κυκλοφόρησαν σίγουρα το καλύτερό τους άλμπουμ. Και ναι, we are bewitched.



Νούμερο 12   Leprous "Coal"

Πόσο «προοδευτικό» είναι το σύγχρονο prog metal και τι ακόμα έχει να προσφέρει ένα ιδίωμα του οποίου οι πάλαι ποτέ καταφανέστατοι ηγέτες, σαν τους 'Ryche, πελαγοδρομούν και διασύρονται; Οι Σκανδιναβοί είχαν τις απαντήσεις τους γύρω από τον προοδευτικό ήχο από καιρό έτοιμες και με συγκροτήματα σαν τους Leprous να διαφημίζουν τη μοναδικότητα των εμπνεύσεων τύπων που μεγάλωσαν αγκαλιάζοντας τα βινύλια των King Crimson και παρατηρώντας με επιστημονική ακρίβεια τις κινήσεις των Tool.

Ήδη με τις δύο προηγούμενες δισκογραφικές δουλειές τους, και ιδίως το "Bilateral", οι Νορβηγοί Leprous κατάφεραν όχι μόνο να δημιουργήσουν ένα εντυπωσιακό κράμα σύγχρονου progressive metal ήχου, αλλά και να κερδίσουν νέους οπαδούς μέσα από την αυθεντικότητα και τις εμπνεύσεις τους. Το αποτέλεσμα του προηγούμενου πετυχημένου «πειράματος» πλέον θα το ανέμενε περισσότερος ακόμα κόσμος, άρα οι Νορβηγοί με το ολόφρεσκο "Coal" θα μπορούσαν να ακολουθήσουν την ίδια «πεπατημένη» (αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι η ιδιαιτερότητα του "Bilateral") και να προσφέρουν ένα άλμπουμ με εξίσου μεγαλειώδεις συνθετικές διαφοροποιήσεις και εκτελεστική δεινότητα ανθρωποειδών. Και όταν έχουν προκαλέσει το σύνολο των ακροατών του "Bilateral" και έχουν δεχτεί αποθεωτικά σχόλια, τότε η επόμενη κίνησή τους έρχεται να τους καθιερώσει στον χώρο.



Το "Coal", σχετικά διαφοροποιημένο από τον προκάτοχό του, ακόμα και εκ πρώτης όψεως από το εξώφυλλο ο ακροατής αντιλαμβάνεται τις προθέσεις των Leprous. Ενώ το "Bilateral" στηριζόταν εν μέρει στις καταπληκτικές ερμηνείες και στις μοναδικές συνθετικές εμπνεύσεις μέσα από πολυδιάστατους λαβυρίνθους, η νέα δισκογραφική πρόταση αναπτύσσεται πάνω σε πιο ήρεμες φόρμες, με περισσότερο συναίσθημα και άλλες δυναμικές. Φυσικά οι στιγμές που το συγκρότημα ξεσαλώνει και αποδίδει τις γνώριμες χαρακτηριστικές του prog-meets-jazz πινελιές, δίνουν ξανά το παρόν και το single, "Chronic", είναι μια από αυτές.

Η ομοιογενής συνοχή, με την οποία αναπτύσσεται το άλμπουμ, προσφέρει στον ακροατή ένα σύνολο που είναι ευκολότερο να γίνει κατανοητό και οι συνθέσεις να αφομοιωθούν. Οι Leprous δεν κάνουν εκπτώσεις ούτε στις διάρκειες, με το "Echo", για παράδειγμα, στα σχεδόν δέκα λεπτά που διατρέχει, να εξελίσσεται σε ένα μοναδικά ατμοσφαιρικό κομμάτι που βασίζεται στην απλότητα και την επαναλαμβανόμενη μελωδία, η οποία συνοδεύει την καταπληκτική ερμηνεία του Einar Solberg. Και μιας και περί ερμηνείας ο λόγος, ακόμα μια φορά οι μελωδικές γραμμές πάνω στις οποίες αναπτύσσει το ταλέντο του ο συγκεκριμένος κύριος, αφήνουν τις καλύτερες των εντυπώσεων, ακόμα και στις πιο απαιτητικές στιγμές που οι νότες απαιτούν ικανότητες ...υψίφωνου. Οι παραδοσιακές «prog» στιγμές όπως το "Chronic", το "Coal" ή το "The Valley", εγγύτερα στη λογική του υπερφορτωμένου με ιδέες "Bilateral", οδηγούν το άλμπουμ εκ του ασφαλούς και ενδεχομένως δημιουργούν τον χαρακτηριστικό ήχο των Leprous.

Ο παραλληλισμός του κάρβουνου στον τίτλο, με το διαμάντι, που αποτελεί το "Coal", καθώς στην ουσία και τα δύο είναι άνθρακες, είναι εν τέλει αυτός που καταφέρνει να επικρατήσει διαμέσω του εξωφύλλου και των ακροάσεων του συνθετικού συνόλου. Το κάρβουνο θα μπορούσε να εξελιχθεί σε διαμάντι, και οι Leprous κατέχουν την τεχνογνωσία και την τεχνοτροπία να το επιτύχουν.



Νούμερο 11 The Temperance Movement "The Temperance Movement"

Τους ακούσαμε πρώτη φορά πέρυσι, όταν και κυκλοφόρησαν το αυτοχρηματοδοτούμενο EP "Pride" με πέντε όμορφες συνθέσεις. Να τι είχαμε γράψει τότε στο σχετικό άρθρο με τις αξιόλογες underground κυκλοφορίες της χρονιάς: «Είναι Άγγλοι και Σκωτσέζοι αλλά αγαπούν την Αμερική. Ακούνε από Faces μέχρι Black Crowes και παίζουν μπάλα στο γήπεδο που έχουν μεγαλουργήσει στο παρελθόν οι Rolling Stones, οι Lynyrd Skynyrd και οι AC/DC. Ο Phil Campbell (όχι ο γνωστός) τραγουδά σαν να κάνει οντισιόν για τους αδερφούς Young και οι μουσικές εναλλάσσονται μεταξύ Startmeupικών riff και southern στροφών. Ιδανικοί για classic rocκ ραδιοφωνικούς σταθμούς της Βόρειας Ευρώπης, δεν θα αλλάξουν φυσικά τον κόσμο αλλά σου φτιάχνουν την διάθεση στο δευτερόλεπτο».

Τα πράγματα δεν άλλαξαν καθόλου μουσικά και έτσι στην πρώτη τους δουλειά κάτω από την στέγη της Earache (βλέπε μοντέλο Rival Sons) κρατάνε την καλή την συνταγή και συμπληρώνουν το άλμπουμ με άλλα επτά τραγούδια ισάξια αυτών του περυσινού EP. Φροντίζουν μάλιστα να τηρούν την ίδια ποσόστωση (60-40) μεταξύ των απλών και ξεσηκωτικών συνθέσεων τύπου "Midnight Black" και "Only Friend" και των μπαλάντων ("Lovers & Fighters", "Chinese Lanterns"), με αποτέλεσμα να διατηρείται η αίσθηση του ακροατή πως σκοπός τους είναι να μας ροκάρουν και όχι να μας μελώσουν.




Στα υπόλοιπα που απαιτούνται για ένα συγκρότημα τα πάνε εξίσου καλά. Οι ανταποκρίσεις από τα live τους είναι θετικές και οργώνουν συνεχώς το Ηνωμένο Βασίλειο χτίζοντας έτσι όλο και μεγαλύτερο όνομά. Αναμένεται να σηκώσουν και το βραβείο Best New Band του περιοδικού Classic Rock το οποίο τους λατρεύει, ενώ πέρυσι οι ακροατές του Planet Rock τους έβγαλαν δεύτερους καλύτερους πρωτοεμφανιζόμενους πίσω από τους Rival Sons. (Το site μας είχε αναδείξει τους τελευταίους ως καλύτερους newcomers το 2011 στη σχετική ανασκόπηση.)

Πιο πολύ άλμπουμ τραγουδιών και όχι συνόλου, η πρώτη ολοκληρωμένη δουλειά των Temperance Movement έχει πολλά από αυτά που ζητά ο οπαδός του κλασικού rock. Ενέργεια, συναίσθημα, απλές δομές και ένα τραγουδιστή που μπορεί να χρωματίζει μεγάλο φάσμα συναισθημάτων. Με τέτοιο υλικό, εργασιακό ήθος και με την κατάλληλη ενίσχυση από την δισκογραφική τους (την οποία ήδη απολαμβάνουν) θα τους δείτε σύντομα μπροστά σας και στα υπόλοιπα μέσα και στα μεγάλα φεστιβάλ. Επιστροφή στις ρίζες λοιπόν με ένα συγκρότημα που από την κατάσταση του αυτοχρηματοδοτούμενου EP περνά σε άλλη φάση με δική του εφαρμογή για iPhone και επαγγελματικά γυρισμένο video clip. Για να μην παρεξηγηθούμε πάντως, όταν ακούς το στίχο «Trouble was my only friend» ακούγεται όσο αληθινό χρειάζεται και μάλλον θα περιμένουμε αρκετά μέχρι «να σταματήσουν να καταναλώνουν αλκοόλ» όπως περιπαικτικά λέει το όνομά τους. Αν θέλουμε τέτοιους καλλιτέχνες δόξα το θεό υπάρχουν πολλοί ξεψυχισμένοι δεινόσαυροι να επενδύσουμε.

Η κριτική των 15 δευτερολέπτων (εμπρός στον ροκ ψυχίατρο):

- (Τραγουδιστά) Lord, when the lord has left me, oh, all of my trouble, trouble was my only friend...
- Άσε μας ρε Αντώνη που έχεις και «trouble». Μήπως σου χάλασε η μηχανή του εσπρέσο;
- Γιατρέ σου έχω πει να μη βλέπεις George Carlin πριν τις συνεδρίες μας.



Νούμερο 10   Daft Punk "Random Access Memories"

Οι Daft Punk είναι ένα από τα ξεχωριστά εκείνα σύγχρονα μουσικά σχήματα που έχουν καταφέρει να ξεπεράσουν το δυσθεώρητο εμπόδιο της ταμπέλας και να μην περιορίζονται στα στενά όρια ενός μονάχα fanbase, όπως οι περισσότερες μπάντες. Πέρα όμως από αυτή τους την ιδιότητα, συχνά τους αποκαλούν και πατέρες της EDM, electronic dance music δηλαδή, βαρύγδουπος τίτλος που, όπως όλοι οι βαρύγδουποι τίτλοι, μόνο κακό μπορεί να κάνει.

Από τα πρώτα βήματα της καριέρας τους, οι δύο Γάλλοι κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα σχεδόν cult following, που γιγάντωνε ολοένα με την επιτυχία της μπάντας, υποδαυλιζόμενο συνεχώς από τη ρομποτική μυθοπλασία που περιέβαλλε το ντουέτο αλλά και λόγω βεβαίως της ποιοτικής, εμπνευσμένης, ηλεκτρονικής τους μουσικής.

Οι δίσκοι των Daft Punk άνοιξαν νέους ορίζοντες στον χώρο, χαράζοντας μία νέα εποχή για την σύγχρονη χορευτική μουσική, αποδεικνύοντας πως το μόνο που χρειάζεσαι είναι μεράκι και ένα laptop. Καλά όλα αυτά, αλλά δεκαπέντε περίπου χρόνια μετά βρισκόμαστε στο τώρα, που αυτή η «ελευθερία» που άφησαν ξαμόλητη οι Daft Punk έχει καταχραστεί από οποιαδήποτε σκοπιά και να το δεις, χάνοντας τις περισσότερες φορές την ουσία, αφού το ηλεκτρονικό και στην ουσία ψεύτικο στοιχείο έχει κατακλύσει τη σύγχρονη μουσική σκηνή. Η σημασία στη λεπτομέρια, το μεράκι και η έμπνευση, θεμελιώδεις αρχές πίσω από οποιαδήποτε δουλειά των Daft Punk, έχουν αντικατασταθεί από προχειροδουλέμενα single, προβλέψιμες μελωδίες και δομές, η ποιότητα των οποίων πλέον μετράται από το πόσο «βίαια» θα «drop the bass». Ένα χαός που δικαιολογημένα πλέον κριτικάρεται εντονότατα.

Οι πατέρες λοιπόν της EDM επέστρεψαν -οχτώ χρόνια μετά την τελευταία τους κανονική στουντιακή προσπάθεια- για να φέρουν τα πάνω κάτω στη σκηνή που εκείνοι έχτισαν, παίζοντας με άλλους κανόνες, φέρνοντας μία φρεσκάδα στον χώρο, με υλικό όμως από το χρονοντούλαπο. Όπως το θέτουν και οι ίδιοι, το χορευτικό κίνημα που προηγήθηκε των μπλιμπλικοκαταστάσεων των 90s ήταν η disco των 70s, σκηνή που στάθηκε ως κύριο μοντέλο για τη δημιουργία του "Random Access Memories".

Κοντά στη μία ώρα και ένα τέταρτο που διαρκεί ο δίσκος, οι Daft Punk συνεργάζονται με μία πληθώρα καλλιτεχνών που βάζουν τη δικιά τους ιδιαίτερη πινελιά στα κομμάτια. Η μεγαλύτερη όμως αλλαγή, και η πιο εμφανής, είναι η απόφαση του ντουέτου να χρησιμοποιήσει κανονικά όργανα για την ηχογράφηση του άλμπουμ, πράγμα που κάνει τον δίσκο αυτομάτως πιο προσβάσιμο και «ανθρώπινο», προσιοδιρισμός που κολλάει γάντι και με τις γενικότερες θεματολογίες των Daft Punk.




Το "Random Access Memories" ανοίγει εντυπωσιακά με το "Give Life Back To Music", μπαίνοντας κατευθείαν στο ψητό, τόσο από την άποψη παρουσίασης του μουσικού περιεχομένου του δίσκου, όσο και από την άποψη της γενικότερης νοοτροπίας και θεματολογίας του. Το στακάτο riff που το χαρακτηρίζει είναι έμπνευση του πολύ Nile Rodgers, ενός από τους κύριους συντελεστές του δίσκου και ηθικού αυτουργού της ταυτότητάς του. Ήταν το ήμισυ των Chic, θρυλικός παραγωγός, κιθαρίστας με εξαιρετικά χαρακτηριστικό και αναγνωρίσιμο παίξιμο, και στην ουσία ο δημιουργός κάθε disco κομματιού που έχει καταφέρει να φτάσει μέχρι το 2013, φέρνοντας την εμπειρία, αλλά και τη νοσταλγία που κουβαλά στην τελευταία αυτή δουλειά των Γάλλων. Σε όλα τα κομμάτια που συμμετέχει αναγνωρίζεις κατευθείαν το παίξιμό του με τα «one time only events», όπως έχει ονομαστεί, όπου κάθε φορά που παίζει ένα συγκεκριμένο μουσικό θέμα έχει κάτι το διαφορετικό, έστω και ένα μπουκωματάκι, ένα τσικ. Αυτό έρχεται σε ξεκάθαρη αντίθεση με τις προηγούμενες δουλειές των Daft Punk, όπου κάθε λούπα, κάθε σημείο κάποιου τραγουδιού είναι προσεγμένο στην εντέλεια, και όχι τόσο φλου και ρευστό όσο είναι το παίξιμο του Rodgers, εμφανίζοντας ξανά τον «ανθρώπινο» και «ατελή» χαρακτήρα του "Random Access Memories".

Στα υπόλοιπα κομμάτια που συμμετέχει ο Rodgers, "Lose Yourself To Dance" και "Get Lucky", στα φωνητικά κάνει εμφάνιση ο Pharell Williams, μία από τις σημαντικότερες μουσικές περσόνες της σύγχρονης μουσικής σκηνής, κυρίως  για τον ρόλο του ως παραγωγός με τους Neptunes. Εδώ όμως επιστρατεύεται το φαλτσέτο του σε δύο από τις πιο προσιτές στιγμές του δίσκου. Η πρώτη είναι ένα mid-tempo κομμάτι χαρακτηριζόμενο από το εθιστικό riff του Rodgers, πάνω σε ένα συκεκριμένο beat το οποίο είναι αδύνατον να μην σε κάνει να λικινιστείς, και η δεύτερη είναι ο προπομπός του δίσκου και σημαιοφόρος της πανέξυπνης και τεράστιας διαφημιστικής καμπάνιας του "Random Access Memories", το οποίο μου φαίνεται αδύνατον να μην το έχεις ακούσει (και αγαπήσει) ακόμα. Απλές συνταγές, ακολουθώντας τους κανόνες της disco με τις ευδιάκριτες μπασογραμμές, το απλό beat και το εθιστικό τσικιτσίκι της κιθάρας. Το πιο χορευτικό και up-beat κομμάτι του άλμπουμ και άξιο soundtrack του φετινού καλοκαιριού.

Υπάρχουν όμως και πολλοί άλλοι συντελεστές. Ο Julian Casablancas των Strokes επιστρατεύεται για την ερμηνεία του "Instant Crush", προσωπικό αγαπημένο του δίσκου. Η γνωστή ένρινη φωνή του γίνεται αγνώριστη μέσα από τα φίλτρα των Daft Punk, κρατώντας όμως πάντα την ταυτότητά της. Το θέμα είναι πως είναι ό,τι καλύτερο έχει κάνει για τουλάχιστον μια οχταετία ο Αμερικάνος, παρουσιάζοντας μία εξαιρετικά πιασάρικη και ενδιαφέρουσα φωνητική μελωδία, με ρομποτικό ταμπεραμέντο, πλαισιωμένη από ωραίες synth μελωδίες. Το κομμάτι αυτό είναι ιδανικό να σταθείς και να δεις τη διαφορά που κάνουν τα πραγματικά drums σε κομμάτι των Daft Punk. Έπειτα έχεις τον Giorgio Moroder, έτερο θρύλο της disco σκηνής, λόγω της συνεισφοράς του με την εισαγωγή του synthesizer στις συνθέσεις του (όπως μας τα λέει και ο ίδιος στο intro του κομματιού του). Πρόκειται για ένα εννιάλεπτο, στην ουσία instrumental κομμάτι, το οποίο είναι άρτιο δείγμα της μουσικότητας που θέλουν να φέρουν στο προσκήνιο οι Γάλλοι. Το κύριο θέμα, παιγμένο με το synth του Giorgio, συνοδεύεται από διάφορα άλλα όργανα, μόνο και μόνο για να φτάσει σε ένα δυνατό κρεσέντο με τα τύμπανα να μπαίνουν με φόρα στη μίξη και να το καθιστούν ένα από τα highlight του "Random Access Memories".

Βέβαια, όλα τα παραπάνω δεν έχουν καμία σημασία αν δεν πιαστεί κανείς από το κεντρικό σημείο του δίσκου, το κομμάτι στο οποίο συγκεντρώνεται όλη η ουσία του "Random Access Memories", τόσο μουσικά όσο και θεματικά, το "Touch". Όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ, το συγκεκριμένο κομμάτι χαρακτηρίζεται από μία πηγαία θεατρικότητα και θα χώραγε άνετα σε κάποια μουσική παράσταση. Αυτό φανερώνεται τόσο από την συναισθηματικά φορτισμένη ερμηνεία του εβδομηντάχρονου Paul Williams, όσο και από τις διάφορες, υπερβολικές (με την καλή έννοια) αλλαγές σε μουσικά είδη και tempo. Στα οχτώ λεπτά του κομματιού περνάμε από πολλά, πολλές φορές αντιθετικά, συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα, χάρη στις προαναφερθείσες αλλαγές που περνάει από synth σε τρομπέτες, σε χορωδιές, για να (σε) τερματίσει απότομα και καταθλιπτικά με τα λόγια «touch, sweet touch, you've almost convinced me I'm real», σώζοντάς σε από τον βούρκο, περνώντας επιτόπου στο "Get Lucky".

Το θέμα είναι πως, αν εξαιρέσεις το "Get Lucky", o δίσκος κινείται σε αρκετά πιο μουντά και λιγότερα έντονα μονοπάτια, πράγμα που με ξάφνιασε (για να μην πω ενόχλησε) στις πρώτες ακροάσεις. Συνειδητοποιώντας όμως πως το κεντρικό θέμα του άλμπουμ περιστρέφεται γύρω από τη νοσταλγία -εξού και ο τίτλος του δίσκου- δεν θα μπορούσε, και δεν θα έπρεπε, να ήταν αλλιώς τα πράγματα. Τα πιο ανθρώπινα συναισθήματα μάς τα παρουσίασαν ρομπότ.

Κλείνοντας, είναι αδύνατον να τελειώσεις κριτική των Daft Punk χωρίς να μιλήσεις για την παραγωγή. Τι να πεις όμως; Αψεγάδιαστη. Ας το αφήσουμε εκεί.

Τέλος, ο δίσκος είναι άκρως ερωτεύσιμος, και ακρόαση με την ακρόαση εντοπίζεις συνεχώς σημεία που ανεβάζουν την ποιότητά του κατακόρυφα. Το σχεδόν Infected Mushroom vibe του "Motherboard", τα ρομποτικά φωνητικά του "Doin' It Right", το επικό κλείσιμο του δίσκου με το ξέσπασμα του "Contact". Πρόκειται για άλλη μία άκρως ποιοτική δουλειά του γαλλικού ντουέτου που απλά μας δίνει καλή μουσική. Καμιά φορά, το hype έχει δίκιο.


συνεχίζετε....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου