Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Τα 30 καλύτερα rock άλμπουμ του 2013 (από το 30 ως το 20)

σύμφωνα με το rocking.gr

Νούμερο 30:     Haken "The Mountain"

Progressive metal Α' κατηγορίας από τους Άγγλους, στην καλύτερη ως τώρα δουλειά τους

 Τι κάνει ένα progressive metal άλμπουμ να ξεχωρίζει σήμερα, στην εποχή που η παραγωγικότητα ξεπερνά τον διαθέσιμο χρόνο προς αφοσίωση σε αξιόλογες κυκλοφορίες του ιδιώματος; Όπως και να το κάνουμε, πρόκειται για έναν εκ των πιο απαιτητικών χώρων, τόσο για τους μουσικούς, όσο και για τους ακροατές, άρα μια μπάντα που έχει την θέληση να ξεχωρίσει, όπως οι Haken, θα πρέπει να καταστήσει σαφές τι έχει να προσφέρει κι εγώ με τη σειρά μου να σας πείσω γιατί πρέπει να τους εμπιστευτείτε ένα μέρος του διαθέσιμου χρόνου σας.

Για τους λίγους συμπάσχοντες, που παρακολουθούν οπαδικά τον χώρο, δε χρειάζεται να γραφούν πολλά πράγματα, καθώς ξέρουν τι να περιμένουν από τους Βρετανούς. Η φρέσκια προσέγγιση στις παραδοσιακές δομές του progressive metal έχει ήδη κερδίσει την πλειονότητα, που βλέπει μέσα από αυτούς ότι η κληρονομιά των Dream Theater έχει αξιόπιστους συνεχιστές. Τα δύο πρώτα άλμπουμ της μπάντας, "Aquarius" και "Visions" περιείχαν όλα τα απαραίτητα συστατικά. Υψηλό επίπεδο τεχνικής, μεγάλες διάρκειες, στιχουργικές θεματολογίες, τραβηγμένα σημεία, λυρικότητα, αλλά -κατά την άποψη μου- υστερούσαν στον παράγοντα που θα τους έκανε προσιτούς, ξεχωριστούς ή ελκυστικούς, τουλάχιστον πέραν του δεδομένου ακροατηρίου που αναφέρθηκε.





Το "The Mountain" είναι το πρώτο μεγάλο crash test της μπάντας, είναι το πρώτο δείγμα στις απαιτήσεις μιας μεγάλης ομάδας, όπως η Inside Out, που κακά τα ψέματα κάτι είδε (ή μάλλον άκουσε) στο νέο άλμπουμ και τους προσέθεσε στο roster με τους καλύτερους του ιδιώματος. Ναι, το "The Mountain" με συνοπτικές διαδικασίες αφήνει πίσω του τους προκατόχους του σε πολλούς τομείς. Σε συνθετικό επίπεδο, σε επίπεδο έμπνευσης, σε επίπεδο παιξίματος και σε πολλά άλλα επιμέρους σημεία. Μόνο που υπάρχει ένα μικρό, αλλά όχι αμελητέο, «αλλά» στην όλη ιστορία. Αυτό είναι πως ο ότι ο τραγουδιστής της μπάντας Ross Jennings υστερεί διακριτά σε σχέση με το επίπεδο των μουσικών ή τουλάχιστον δεν παρουσιάζει βελτίωση ανάλογη με των υπολοίπων.

Ακούγοντας το "The Mountain" δεν μπορώ παρά να σκέφτομαι πόσο διαφορετικά θα ήταν αυτά που θα έγραφα αν αυτό το άλμπουμ είχε μια φωνή που κάνει τη διαφορά. Δεν είναι τόσο κακή και σε επίπεδο γραμμών υπάρχουν ωραία σημεία, αλλά ρε γαμώτο εδώ χρειαζόταν μια top class φωνή. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, το άλμπουμ είναι τόσο καλό μουσικά , που τελικά δεν καταφέρνει να μειώσει τόσο πολύ την ομορφιά του και την αξία του, ενώ περεταίρω αρνητικά στοιχεία δεν είναι εύκολο να εντοπιστούν.

Κάποιοι θα έχουν τσεκάρει το εντυπωσιακό "Atlas Stone" που μετά την εισαγωγή του "The Path" σε βάζει κατευθείαν στην ουσία του δίσκου, με εκείνο το σημείο στο 2:30 και το εκπληκτικό σόλο που το ακολουθεί να είναι ενδεικτικά των ικανοτήτων της μπάντας. Οι Spock's Beard πολυφωνίες στο "Cockroach King" και τα περίεργα μέτρα του το καθιστούν μεταξύ των καλύτερων συνθέσεων του άλμπουμ, ενώ το "In Memoriam" αποτελεί μάλλον την αγαπημένη μου σύνθεση, ίσως λόγω του ότι είναι η πολύ άμεση, με ιδιαίτερες μελωδίες και πολύ ωραίες εναλλαγές επιθετικών riff και πιάνο. Οι δύο πιο περίεργες και ήρεμες στιγμές του άλμπουμ έρχονται με τα "Because It's There" και "As Death Embrace" που μεταξύ άλλων παρατηρούνται και κάποιες Queen επιρροές, ενώ αντίστοιχα οι δύο επικές (άνω των δέκα λεπτών) συνθέσεις των "Falling Back To Earth" και "Pareidolia" είναι οι πιο τυπικές prog στιγμές του άλμπουμ, που αναμένεται να ενθουσιάσουν τους οπαδούς και να ψιλό-κουράσουν τους υπόλοιπους, με το δεύτερο να ξεχωρίζει λόγω των ανατολίτικων κλιμάκων (βλέπε Tool και Dream Theater) και φυσικά της πολύ εντυπωσιακής χρήσης του μπουζουκιού. Το φινάλε του "Somebody" δίνει έναν επιβλητικό, soundtrack τόνο μέσω των πλήκτρων, σε μια πολύ ενδιαφέρουσα σύνθεση που επίσης προσεγγίσει τα δέκα λεπτά και συμπεριλαμβάνεται στις ξεχωριστές στιγμές του άλμπουμ.

Όπως γίνεται αντιληπτό το άλμπουμ έχει πολλή και κυρίως καλή μουσική μέσα του, που θα κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον όλων των proggers για επαναλαμβανόμενες ακροάσεις, καθώς οι Haken με το "The Mountain" κάνουν ένα σημαντικό βήμα μπροστά. Παρόλα αυτά, η αίσθηση που μένει είναι κάπου μεταξύ επιτυχίας και ανεκπλήρωτου, διότι αφενός η αξία του άλμπουμ είναι αδιαπραγμάτευτη, όμως η φωνή  είναι ένα επίπεδο κάτω σε σχέση με εκεί που στέκεται η υπόλοιπη μπάντα και δεν ξέρω αν είναι ορθότερο να σταθεί κάποιος στην ποιότητα της μουσικής που περιέχει το άλμπουμ ή στο ότι το βήμα που έκαναν θα μπορούσε να είναι άλμα. Εν τέλει, ο ανασταλτικός παράγοντας μπορεί να μετριάζει τις εντυπώσεις, αλλά δεν καταφέρνει να κρύψει τη prog λάμψη που υψώνεται πίσω από το βουνό.


Νούμερο 29   Audrey Horne "Youngblood"

Ποιό είναι το μέτρο που ορίζει την εξέλιξη μιας rock μπάντας για να μη χάσει την ταυτότητά της και ποιά είναι τα στοιχεία εκείνα που κάνουν ένα συγκρότημα να ξεχωρίζει σήμερα από το σωρό της υπερπροσφοράς; Για κάποιον λόγο, αυτά τα δύο ερωτήματα που γεννήθηκαν ακούγοντας το "Youngblood", ήτοι τη νέα δουλειά των αγαπημένων μου Audrey Horne. Χρειάστηκαν μόλις λίγες ακροάσεις για να πάρω τις απαντήσεις που αναζητούσα.

Όσον αφορά στο πρώτο σκέλος, η απάντηση βρίσκεται στο ποιόν και στη φιλοσοφία της μπάντας. Οι Νορβηγοί δεν είναι φτιαγμένοι για να επαναπαυθούν σε μια ζώνη ασφαλείας που τους προσφέρει η όποια επιτυχία, αλλά έχουν όραμα να εξερευνήσουν τον ήχο τους, κάτι που καταδεικνύουν οι διαφοροποιήσεις από άλμπουμ σε άλμπουμ. Αυτή η εξελικτική πορεία συνεχίζεται επιδεικτικά στο νέο άλμπουμ τους, που είναι το πιο ξεκάθαρο και άμεσο hard rock άλμπουμ που έχουν κυκλοφορήσει, παρουσιάζοντας σαφώς λιγότερη ανάμιξη επιρροών σε σχέση με το παρελθόν. Όμως, η διαφοροποίηση αυτή είναι τόση, ώστε να αντιλαμβάνεσαι αυτομάτως πως αυτό που ακούς είναι Audrey Horne και ταυτόχρονα φρέσκο. Κατάφεραν, λοιπόν, να εξελιχθούν και όσο ήθελαν και όσο έπρεπε.



Πηγαίνοντας στο δεύτερο ερώτημα, η ποιότητα αυτής της εξέλιξης καθορίζει και το πόσο ξεχωρίζεις. Η βελτίωση από άλμπουμ σε άλμπουμ ήταν τρομακτική και αυτός ο ρυθμός δεν θα συνεχιστεί στο "Youngblood", κάτι που δεν θα έπρεπε να προκαλεί εντύπωση. Δεν είναι τόσο καλύτερο από το ομώνυμο άλμπουμ, όσο ήταν το "Le Fol" από το "No Hey Banda", ούτε όσο καλύτερο ήταν το ομώνυμο από το "Le Fol". Πιθανότατα, να μην είναι καν τόσο καλό όσο το "Audrey Horne", αλλά τι σόι συμπέρασμα θα μπορούσε να είναι αυτό; Λίγοι δίσκοι τα τελευταία χρόνια μπορούν να κοιτάξουν το εν λόγω άλμπουμ στα ίσα, οπότε το γεγονός και μόνο πως το "Youngblood" συνεχίζει να κινείται σε ανάλογα επίπεδα ποιότητας αποτελεί τεκμήριο διάρκειας. Βάζοντας, λοιπόν, μαζί προσωπικότητα, εξέλιξη και διάρκεια, δηλαδή στοιχεία που χαρακτηρίζουν τους Audrey Horne, γίνεται αντιληπτό γιατί ξεχωρίζουν σε σχέση με τόσες άλλες μπάντες. Το "Youngblood" είναι απλά ένα ακόμα πειστήριο.

Με μεγαλύτερη αμεσότητα στις συνθέσεις, με περιορισμένες τις μεταλλικές καταβολές, και ακόμα πιο περιορισμένους τους πειραματισμούς, οι Audrey Horne κυκλοφορούν τον πιο κλασικό rock -ηχητικά και σε δομές- δίσκο τους. Το εναρκτήριο "Redemption Blues" είναι μάλλον το πιο κοντινό τραγούδι (ηχητικά) στο προηγούμενο άλμπουμ και με την ορμή του σε εισάγει κατευθείαν στο πνεύμα του δίσκου. Μαζί με τα δυο επόμενα, "Straight Into Your Grave" και "Youngblood", αποτελούν την αιχμή του δόρατος του άλμπουμ και δυσκολεύομαι να πιστέψω πως θα βγει δίσκος με καλύτερη τριάδα για άνοιγμα φέτος. Riffs, μελωδίες, κολλητικά αποτελούν κοινό παρανομαστή και στις τρεις συνθέσεις, όπως φυσικά και οι ερμηνείες του Toschie που εξελίσσεται σε έναν από τους πιο ιδιαίτερους και χαρακτηριστικούς ερμηνευτές της σύγχρονης rock σκηνής. Ο τύπος γράφει απλά γαμάτες φωνητικές γραμμές. Μικρές λεπτομέρειες σαν αυτή στο τελευταίο ρεφρέν του "Straight Into Your Grave" είναι που με σκοτώνουν προσωπικά.

Από εκεί και πέρα, το groove του "There Goes A Lady" βγάζει ένα Rainbow συναίσθημα και μια Whitesnake αισθητική, ενώ έχω ήδη λατρέψει το "Pretty Little Sunshine", το οποίο μου θύμησε έντονα Buckcherry και πρέπει κάποιος να είναι πολύ μίζερος για να μην παρασυρθεί από τον ρυθμό του (ειδικά όταν θα το παίζουν live), όπως αντίστοιχα party rocker είναι και το (bonus track) "I Want To Know You", λοξοκοιτώντας προς Hellacopters καταστάσεις. Ενδιάμεσα, στο "The Open Sea" συναντάμε τη πειραγμένη μαυρίλα των στίχων, στο "Show And Tell" τα πανταχού παρόντα (ως υποβόσκοντα συνήθως) πλήκτρα αναλαμβάνουν λίγο πιο ενεργό ρόλο και στο ωραιότατο "Cards With The Devil" ο Toschie μάς εξιστορεί μια ακόμα χαρακτηριστική ιστορία του. Στο up-tempo "This Ends Here", οι διπλές κιθαριστικές επιθέσεις υπενθυμίζουν τις metal ρίζες τους, ενώ το "The King Is Dead" χωρίς να είναι μέτριο δεν εντυπωσιάζει ιδιαίτερα.

Η κιθαριστική δουλειά των Ice Dale (Enslaved) και Thomas Tofthagen (Sahg) είναι αναμενόμενα εξαιρετική, με καταπληκτική δουλειά τόσο στα riff όσο και στις (αρκετές) δισολίες. Το μπάσο του νεοφερμένου ως μόνιμου μέλους Espen Lien έχει τον κατάλληλο ήχο, ενώ παίρνει και μερικές έξυπνες πρωτοβουλίες (βλέπε τη Motorheadίλα του "Straight Into Your Grave" και το "Pretty Little Sunshine"), ενώ τα drums groovάρουν όπως πρέπει. Σημαντικό ρόλο στην αλλαγή του ήχου πρέπει να έπαιξε η συνεργασία με τον συντοπίτη τους παραγωγό Magnet, ο οποίος μεταξύ άλλων έχει συνδέσει τα όνομά του συνεργαζόμενος με ονόματα όπως οι Coldplay και ο Tim Buckley, ερχόμενος να διαδεχθεί την σπουδαία δουλειά του προκατόχου του Joe Baresi.

Ομολογώ πως ίσως μου λείπει κάποια πονεμένη σύνθεση σαν το "Sail Away" ή μια όμορφα αρρωστημένη όπως το "Down Like Suicide", αλλά εν τέλει αξίζει πολύ περισσότερο να σταθεί κάποιος στο τι περιλαμβάνει και προσφέρει το "Youngblood". Περιλαμβάνει, λοιπόν, από πολύ καλές ως εξαιρετικές συνθέσεις που συνολικά συνεπάγονται ένα εξαιρετικό άλμπουμ και ένα ακόμα εξαιρετικό άλμπουμ στη δισκογραφία του συγκροτήματος συνεπάγεται πως οι Audrey Horne θα πρέπει να θεωρούνται και επισήμως σπουδαίο συγκρότημα. Με απλές συνεπαγωγές, λοιπόν, μάθαμε αυτό που ήδη ξέραμε. Ναι, ρε μπαντάρα.


Νούμερο 28   Circle Takes The Square "Decompositions: Volume Number One"

Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Είναι πραγματικά cult το να κυκλοφορήσεις τον -επί δεκαετίας σχεδόν στα σκαριά- δίσκο σου στις 21/12/2012, την ημέρα δηλαδή της υποτιθεμένης συντέλειας του κόσμου, πόσο μάλλον όταν είσαι μία μπάντα που έχει ξεχωρίσει ιδιαιτέρως για την «αποκρυφιστική» θεματολογία των τραγουδιών σου. Αυτό όμως δεν σε κάνει ταυτόχρονα και true, γιατί αγαπητοί μου Circle Takes The Square, η μουσική όπως την έχουμε μάθει και όπως την έχουμε αγαπήσει, κυκλοφορεί σε φυσική μορφή. Τέλος. Βινύλιο δηλαδή, CD ή ακόμη και κασέτα. Γιατί όταν πραγματικά έρθει η συντέλεια του κόσμου και θα τρέχουμε να διαφυλάξουμε τις ζωές μας, τα αγαπημένα μας πρόσωπα και την πολιτιστική κληρονομιά αυτού του πλανήτη, τότε ο δίσκος σας δεν θα μπορέσει ούτε σκόνη να γίνει, καθώς αφανιστεί μαζί με το internet εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Θεωρώντας λοιπόν το 2013 ως έτος κυκλοφορίας της φυσικής μορφής και άρα του συγκεκριμένου άλμπουμ, θα μπω κατευθείαν στο ψητό και θα πω ένα πράγμα, πως η αναμονή τελικά άξιζε, καθώς ο δίσκος αυτός είναι μάλλον ό, τι πιο ξεχωριστό μπορείτε να ακούσετε αυτό τον καιρό στον ακραίο και μη ήχο. Απαιτεί πραγματικά πολύ χρόνο για να τον χωνέψεις, αλλά έτσι και του τον προσφέρεις θα μαγευτείς ειλικρινά. Μία πειραματική post-hardcore και screamo σκοτοδίνη θα σε απορροφήσει για τα καλά. Κάποιες στιγμές θα σε ταξιδέψει με τις progressive δομές της, ενώ άλλες θα σε χτυπήσει, θα σε ταρακουνήσει και θα σε φοβίσει με τα black metal και επιθετικά grind ξεσπάσματά της. Στο τέλος όμως κάθε ακρόασης, ένα γλυκό νανούρισμα θα σε επαναφέρει μαλακά στην πραγματικότητά σου και το απέραντο ταξίδι σε κόσμους αρχέγονους αλλά και ανεξερεύνητους θα λάβει και αυτό με τη σειρά του τέλος. Το ταξίδι στις σκοτεινότερες γωνιές της ανθρώπινης αβύσσου θα αποτελεί παρελθόν αλλά ταυτόχρονα και μέλλον, για να επιχειρήσεις και πάλι να το δοκιμάσεις...




Έτσι νιώθω ακούγοντας την δισκογραφική επιστροφή των Αμερικανών και έτσι νιώθω εάν παραδοθώ ολοκληρωτικά στην νέα αυτή κυκλοφορία τους. Εννέα ολόκληρα χρόνια μετά το εμβληματικό "As The Roots Undo", οι Circle Takes The Square επιστρέφουν δυναμικά, με δύο νέα μέλη στις τάξεις τους, χιλιάδες ιδέες κατά νου και αστείρευτο θάρρος για να τις υλοποιήσουν. Στο "Decompositions: Volume Number One" ακολουθούν τη γνωστή συνταγή της επιτυχίας τους, παίζοντας χαοτικά, τεχνικά, τίγκα στο συναίσθημα και στην οργή, και πάντα σε μία ατμόσφαιρα μυστηρίου που συνηθίζει να τους περιβάλλει. Ο δίσκος ξεκινάει με το "Enter By The Narrow Gates" για να απογειωθεί στο επικό "The Ancestral Other Side" και να μεταπηδήσει άτακτα από τo post-metal στο hardcore/grind, με το κομμάτι "Singing Vengeance Into Being" να θυμίζει κάτι από τις αρχές των 00s και τις πρώιμες δουλειές της μπάντας. Το κλείσιμο αναλαμβάνει το "North Star, Inverted", ένα κομμάτι πανέμορφο και μελωδικό, με ικανότητες θεραπευτικές.

Κάπως έτσι λοιπόν ξετυλίγει ο δίσκος τη μαγεία του. Μία μαγεία που πρέπει πρώτα να την δαμάσεις για να γοητευτείς. Οι Circle Takes The Square φαίνεται πως αυτή τη φορά κέρδισαν για τα καλά το στοίχημα. Η συνέχεια; Άγνωστη και μυστηριώδης όπως άλλωστε και το ίδιο το συγκρότημα.


Νούμερο 27 Vampire Weekend  "Modern Vampires Of The City"

Μία από τις πιο πολυδιασκευασμένες συνθέσεις στην ιστορία της μουσικής είναι το "Canon In D Major" του Γερμανού συνθέτη Johann Pachelbel (1653-1706). Γράφτηκε γύρω στα 1680 -πριν τον Bach και πολύ πριν τον Mozart ή τον Beethoven- και πρακτικά πρόκειται για τον πιο μακρινό, ακραιφνή πρόγονο της μουσικής όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Γραμμένο στα 4/4, βασίζεται σε μια «μπασογραμμή» δύο μέτρων που επαναλαμβάνεται από την αρχή μέχρι το τέλος και πάνω σε αυτήν έρχονται και προστίθενται διάφορα μουσικά μοτίβα, σαν δομημένες ασκήσεις αρμονίας στην κλίμακα Ρε ματζόρε.

Πέρα από τις τεχνικές λεπτομέρειες και την αδιαμφισβήτητη ομορφιά της, η μαγεία της θεσπέσιας σύνθεσης του Pachelbel έγκειται στο ότι ούτε λίγο-ούτε πολύ είναι το απόλυτο χιτάκι των τελευταίων 50 χρόνων! Βλέπετε, υπάρχει μια μακροσκελέστατη λίστα από πασίγνωστες επιτυχίες που βασίζονται ή πατούν ακριβώς πάνω στο "Canon In D Major". Από τον σοβιετικό (ρωσικό πλέον) εθνικό ύμνο μέχρι τους Green Day, υπάρχουν πολυάριθμοι καλλιτέχνες / συγκροτήματα που πρέπει να πίνουν τις μπύρες τους στο όνομα του μακαρίτη Johann. 



Προς τι αυτή η εισαγωγή; Μα φυσικά το "Step", το πρώτο single (διπλό μαζί με το "Diane Young") από τον πρόσφατο δίσκο των Νεοϋορκέζων Vampire Weekend, το οποίο αποτελεί μια ακόμη εκλεκτή προσθήκη στη λίστα των «διασκευών» του super-hit του Pachelbel. Το πιο δουλεμένο από τα υπερ-δουλεμένα tracks του "Modern Vampires Of The City", είναι ένα πανέμορφο κομμάτι, όπου τo τσέμπαλο δένει υπέροχα με τα τύμπανα που μοιάζουν να έρχονται από το "Bittersweet Symphony" των Verve, το οποίο -ως γνωστόν- «πατάει» στην εκτέλεση του Andrew Oldham στο "The Last Time" των Rolling Stones.


Νούμερο 26   The Winery Dogs "The Winery Dogs"

«Το τρίο των Portnoy, Sheehan και Kotzen εντυπωσιάζει στην πρώτη σύμπραξή του»

 «Από ένα σημείο και μετά στη μουσική, η χημεία είναι σημαντικότερη της φυσικής». Απορώ πως εδώ και πέντε σεζόν δεν έχει πει κάτι αντίστοιχο ο Walter White, αλλά έχει κι αυτός τα προβλήματά του...

Το αληθές του παραπάνω λόγου θα έρθουν να επιβεβαιώσουν με πολύ θετικό τρόπο οι The Winery Dogs ή αλλιώς το τέταρτο νέο project της μετά Theater εποχής του Mike Portnoy, αυτή τη φορά εκ νέου σε κάτι τελείως διαφορετικό, σε ένα power trio με τους σπουδαίους Billy Sheehan στο μπάσο και Richie Kotzen σε κιθάρα και φωνή. Για την ιστορία, αρχικά, αντί του Kotzen ήταν να συμμετάσχει ο John Sykes, κάτι που θα άλλαζε ριζικά το τελικό αποτέλεσμα και εν τέλει καλύτερα που δεν τελεσφόρησε.

Αν η μουσική ήταν απλά φυσική τα τρία ομόρροπα διανύσματα των ικανοτήτων αυτών των μουσικών θα αθροιζόντουσαν και θα έδιναν ένα ακόμα μεγαλύτερο αποτέλεσμα, αλλά η ιστορία των supergroup μας έχει δείξει πως δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Βεβαίως, ο όρος supergroup δεν ταιριάζει απόλυτα εδώ, καθότι αν έλειπε ο Portnoy και στη θέση του ήταν ένας εξίσου καλός, μα πιο άσημος drummer κάτι μου λέει ότι η εμπορικότητα του εγχειρήματος θα έπεφτε απότομα. Όπως και να έχει, η χημεία των τριών είναι που κάνει την πρώτη τους σύμπραξη υπό το όνομα The Winery Dogs να ξεχωρίζει.




Ξεκινάω από τον Kotzen, τον οποίο θεωρώ έναν από τους πολύ υποτιμημένους κιθαρίστες της γενιάς του, άσχετα αν στα 21 εντάχθηκε στους Poison, ευτυχώς βραχυπρόθεσμα. Το ότι περπάτησε με αρκετή επιτυχία στα παπούτσια το Paul Gilbert στους Mr. Big λέει πολλά για όσους έχουν αντίληψη των μεγεθών και στην προσωπική του καριέρα έχει δώσει ουκ ολίγα σπουδαία δείγματα γραφής. Στο εν λόγω project, πέραν της κιθάρας έχει αναλάβει με εντυπωσιακή επιτυχία τα φωνητικά, και αποτελεί -έστω και οριακά- τον πρωταγωνιστή του όλου εγχειρήματος.

Ο Billy Sheehan είναι ένας μπασίστας - φαινόμενο, με καβατζωμένη θέση στους καλύτερους όλων των εποχών, ο οποίος έγινε γνωστός με τους Mr. Big, έχοντας όμως να επιδείξει πάμπολλες ακόμα μουσικές περιπέτειες. Ο ήχος του είναι μοναδικός, η τεχνική του γνωστή και σε αυτό το project αναδεικνύεται όλο το μεγαλείο του groove του, ενώ έχει συνεργαστεί στο παρελθόν, τόσο με τον Kotzen (Mr. Big), όσο και με τον Porntoy (στο πρόσφατο project Portnoy / Sheehan / MacAlpine / Sherinian).

Για τον Mike Portnoy τα πράγματα είναι πιο γνωστά. Μπορεί να μην είναι ο καλύτερος ή ο πιο τεχνικός drummer στον κόσμο, όπως θα σου πουν οι πιο ειδικοί, αλλά δε θα σταματήσω να υποστηρίζω πως είναι ο καλύτερος στο να παίζει ακριβώς αυτό που πρέπει, σε κάθε στιγμή. Κι αυτό κάνει εδώ. Με δεδομένα φοβερό ήχο, groovάρει εκεί που πρέπει, βγαίνει μπροστά όταν το επιτάσσει το τραγούδι και με τον Sheehan συγκροτούν ένα απίστευτης δύναμης και ικανοτήτων rhythm section.

Οι τρεις τους, λοιπόν, παρουσιάζουν μια καταπληκτική ομοιογένεια και δικαιώνονται εκ του αποτελέσματος, καθώς όλα τα υπόλοιπα θα ήταν απλά ασκήσεις επί χάρτου αν δεν τους δικαίωναν τα τραγούδια και η πρώτη ομώνυμη δουλειά τους περιέχει 13 πειστήρια πως η χημεία μεταξύ των τριών ήταν ιδανική. Ανεβαστικά, γεμάτα ενέργεια, μελωδίες, κολλητικά refrain και «γεμίσματα» που δεν αφήνουν το τεχνικό υπόβαθρο να κρυφτεί. Ο Kotzen κιθαριστικά δίνει μια «bluesy» νότα και φωνητικά τα καταφέρνει περίφημα, αφού σε σημεία νομίζεις πως έχουν τον Chris Cornell πίσω από το μικρόφωνο. Έχουν το δέσιμο των King's X, την ποιότητα των Chickenfoot και φυσικά αρκετή δόση από Mr. Big, ενώ θα ικανοποιήσουν όσους αρέσκονται σε ακούσματα από Audioslave μέχρι Gov't Mule, για όσους μπορούν να διακρίνουν τη συνδετική γραμμή μεταξύ τους.

Τα καλύτερα τραγούδια του άλμπουμ είναι στην αρχή και στο τέλος του, χωρίς αυτό να σημαίνει πως το άλμπουμ χωλαίνει κάπου στα 60 λεπτά του. Κομμάτια σαν τα "Elevate", "Desire" και "We Are One" που ανοίγουν το άλμπουμ είναι ενδεικτικά του πως συνδυάζεται εντυπωσιασμός και ουσία, ενώ κάτι αντίστοιχο καταφέρνουν στα "Six Feet Deeper" και "Criminal". Στις πιο αργές στιγμές ο Kotzen είναι απολαυστικός, ειδικά στα solo που έχει κάνει καταπληκτική δουλειά, με αποκορύφωμα το φινάλε του συναισθηματικού "The Dying" και του πιο χαλαρού "Regret" όπου για πρώτη και τελευταία φορά επιστρατεύεται το πιάνο, τονίζοντας τον bluesy χαρακτήρα του.

Ο Portnoy έχει το χάρισμα να δίνει υπεραξία σε ό,τι συμμετέχει, πρώτον γιατί ξέρει να επιλέγει συνεργάτες και δεύτερον γιατί όντας οπαδός ξέρει να αξιολογεί το τελικό αποτέλεσα καλύτερα από οποιονδήποτε. Εδώ, σε καινούργια νερά, παρουσιάζει κάτι φρέσκο, δυναμικό και αρκούντως εντυπωσιακό, με δυο ισάξιους του συμπαίκτες και η προοπτική των The Winery Dogs τόσο σε στουντιακό, όσο και σε συναυλιακό επίπεδο ενθουσιάζει.

Αν αύριο έφευγα για διακοπές, ώστε να διασχίσω οδικώς τις Η.Π.Α., δίχως αμφιβολία το "The Winery Dogs" θα είχε ήδη κλείσει μια θέση για το soundtrack του ταξιδιού αυτού.


Νούμερο 25    Touche Amore "Is Survived By"

Η πιο συγκλονιστική στιγμή της καριέρας των Touché Amoré

 Νομίζω πως είναι πλέον χάσιμο χρόνου αλλά και «χώρου» να γραφτεί κάποιου είδους εισαγωγή για τους Touché Amoré. Η μπάντα δεν έχει απλά μετατραπεί με το πέρασμα του χρόνου σε κάτι το μεγάλο ή αξιόλογο, αλλά αντιθέτως έχει μετουσιωθεί σε κάτι το πραγματικά τεράστιο, που αναμφισβήτητα θα αφήσει -κι έχει ήδη βασικά αφήσει- εποχή. Πέρα απ' το ότι δεν υπάρχει ούτε μέτριο κομμάτι στην πλούσια δισκογραφία της και πέρα απ' το ότι το συγκρότημα δεν έχει αφήσει ούτε μήνα χωρίς να πραγματοιποιήσει κάποιο live, ο τρόπος με τον οποίο έχει καταφέρει να δημιουργήσει οπαδούς σε ολόκληρη την υφήλιο, και να μας αγγίξει όλους με τη μουσική και τους στίχους του, είναι μοναδικός.

Αυτό το οποίο τους ξεχωρίζει από τα περισσότερα συγκροτήματα των μοντέρνων hardcore κύκλων, είναι αυτό το τεράστιο επίπεδο αμεσότητας, μεταξύ μουσικού και ακροατή, που επιτυγχάνεται με απόλυτη φυσικότητα και ειλικρίνεια, μέσα από τα κομμάτια και τους δίσκους τους. Είναι πραγματικά μαγικό και θαυμάσιο ακούγοντας έναν δίσκο, να αισθάνεσαι ότι το μέλος του συγκροτήματος κάθεται μαζί σου σε μια γωνιά, σε χτυπάει στον ώμο φιλικά, και ανταλάσσετε μαζί δυο τρεις κουβέντες που θα σε στιγματίσουν αλλά και θα χαράξουν ενδεχομένως την προσωπικότητά σου. Με απόλυτη συναίσθηση του τι λέγεται αυτή τη στιγμή, κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί «χαλαρά» μέσα από το "Is Survived By", την τρίτη ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά των Αμερικανών Touché Amoré.




Στο συγκεκριμένο άλμπουμ, οι φράσεις που λέγονται και οι σκέψεις που εκθέτονται, είναι τα ειλικρινή λόγια ενός ανήσυχου μυαλού ή καλύτερα ενός αληθινά δημιουργικού ανθρώπου που όλοι μέσα μας μπορεί να κρύβουμε, γι' αυτό και κατά τη γνώμη μου διαθέτουν αυτή την έντονη ικανότητα να αγγίξουν και να συγκινήσουν σε τέτοιο συγκλονιστικό βαθμό. Η αναζήτηση ένος σκοπού στην ζωή και ενός λόγου για την ύπαρξη, ο τρόπος με τον οποίο θα ζήσεις την ζωή σου και ο τρόπος με τον οποίο θα την καθορίσουν οι μέρες σου, τα έργα σου, τα πάθη και τα λάθη σου, το τί είσαι διατεθειμένος και τι τελικά θα προσφέρεις σε αυτόν που βρίσκεται απέναντι σου, στον αναγνώστη, τον ακροατή, τον φίλο, τον συνάνθρωπο σου, είναι μόνο μερικά από τα ζητήματα που θίγονται σε κομμάτια όπως τα "Just Exist", "To Write Content" και "Harbor", με το τελευταίο μάλιστα να συνοδεύεται από ένα καταπληκτικό και ιδιαίτερα «artistic» video clip. Αποκορύφωμα σε όλα αυτά, στο τί τελικά θα απομείνει από τον εαυτό μας όταν πια αναγκαστούμε να εγκαταλείψουμε αυτό τον κόσμο, είναι το καλύτερο μάλλον κομμάτι του δίσκου, το ανατριχιαστικό "Non Fiction", το οποίο κυριολεκτικά μπορεί να φέρει δάκρυα στα μάτια.

Είναι λανθασμένο να αντιμετωπίσει κανείς το άλμπουμ «γυμνά», παραμερίζοντας είτε του στίχους, είτε όμως και την μουσική. Αυτό είναι ακριβώς ό,τι μπορεί να «σκοτώσει» τα όσα προαναφέρονται. Ο δίσκος πρέπει να ακούγεται με το booklet μπροστά και τα μάτια ορθάνοιχτα, μέχρι το μυαλό να καταφέρει τελικά να απομνημονεύσει τα όσα λέγονται. Τότε είναι που το φανταστικό post-hardcore υπόστρωμα θα ξεδιπλωθεί μπροστά σου και θα φανεί απόλυτα λογικό για «χαλί» όλων αυτών των σκέψεων. Τότε είναι που θα συνειδητοποιήσεις πως το συγκρότημα αφήνει παράμερα τους οργισμένους screamo ρυθμούς του, και πως προσπαθεί να προσεγγίσει την πιο συναισθηματική πλευρά του. Τότε είναι που θα καταλάβεις πως πίσω από τους ήχους του εν λόγω δίσκου, υπάρχει ένα πολύ συγκεκριμένο «θέμα» γύρω από το οποίο περιστρέφεται ολόκληρη η μουσική του, τα riff, οι μελωδίες στις κιθάρες, τα φανταστικά γεμίσματα αυτού του ζωηρού μπάσου. Τότε είναι που θα νιώσεις πως το "Is Survived By" αποτελεί την πιο τρανταχτή απόδειξη του ότι η μουσική και οι ιδέες ενός καλλιτέχνη πρέπει να αντιμετωπίζονται συνολικά, σαν μία ενιαία οντότητα.


Νούμερο 24    Federal Charm "Federal Charm"

O blues rock των Federal Charm είναι πιο funky και πιο μοντέρνο από αυτό των Answer και των Rival Sons και πιο ενδιαφέρον, ενεργητικό και ωμό από του Joe Bonamassa και της συνομοταξίας του

 2005: Witchcraft
2006: The Answer, Wolfmother
2007: Year Long Disaster, Radio Moscow, Witchcraft
2008 & 2009: Siena Root
2010: Taddy Porter, Grace Potter & The Nocturnals
2011 & 2012: Rival Sons
2013: (;)

Η παραπάνω λίστα αποτελείται από (τότε) νέους retro rockers που πήραν τα μυαλά των συντακτών μας ανά τις χρονιές που πέρασαν. Τους διαβάσατε στις λίστες με τα top του αντίστοιχου έτους και τα τελευταία χρόνια στις ανασκοπήσεις του κλασικού ήχου.

Φέτος έπρεπε να περάσουν σχεδόν οκτώ μήνες για να έχουμε το πρώτο «χτύπημα». Ενώ λοιπόν περιμέναμε τους περυσινούς underground Temperance Movement και Blues Pills να κάνουν οι μεν το πρώτο τους ολοκληρωμένο άλμπουμ και οι δεν το δεύτερό τους EP σε μεγάλες εταιρίες, τους προλαβαίνουν μέσα στο καλοκαίρι οι πρωτάρηδες Federal Charm.

Αυτοί οι πιτσιρικάδες από το Manchester πατάνε πάνω στην παράδοση του Αγγλικού ροκ αλλά όχι της πόλης τους (για τον ανακουφισμένο πια αναγνώστη - φίλο του κλασικού ροκ).

Η πρώτη εντύπωση – όπως γίνεται συνήθως με συγκροτήματα που παίζουν blues rock – που δίνεται είναι ότι αγαπάνε τους Led Zeppelin αλλά εδώ έχουμε σημαντικές διαφοροποιήσεις με γκρουπ όπως οι Rival Sons. Από τη μια έχουμε την Black Crowes πλευρά που μας πάει προς τον Αμερικάνικο νότο και από την άλλη την μικρή αλλά φανερή δόση μοντέρνου ροκ που δείχνει κάτι το ανοιχτό και ειλικρινές. Με μέσο όρο ηλικίας μικρότερο και από ομάδα της Super League μετά την κρίση, οι Federal Charm παίζουν αυτό που αγαπούν χωρίς να προσπαθούν επιτηδευμένα να κρύψουν ότι έχουν ακούσει Peppers & Rage Against The Machine.


Το αποτέλεσμα είναι πολύ δυνατό, με ρετρο-μοντέρνους δυναμίτες όπως τα “Gotta Give It Up” και “There’s A Light” να δίνουν το κάτι παραπάνω από τις ορδές των αδιάφορων μπλουζοροκάδων από το Ηνωμένο Βασίλειο. Κατά τα άλλα έχουμε συνθέσεις που μας φέρνουν στο μυαλό από Rush (“Too Blind To See”) και Black Crowes (“No Money Down”) μέχρι Fleetwood Mac εποχής Peter Green αλλά και μετέπειτα (“The Stray” και “Reconsider Baby” αντίστοιχα).

Με τη επίσης πολύ ειλικρινή και πολύ βασική κλισέ στιχουργική του ροκ να τις συνοδεύει, οι 11 συνθέσεις και η διασκευή στο “Reconsider Baby” του Lowell Fulson λειτουργούν αυτόνομα και ως σύνολο διεγερτικά στον ακροατή που θέλει το ροκ του με όλη του τη κιθάρα και την ένταση.

Συνοψίζοντας. τo blues rock των Federal Charm είναι πιο funky και πιο μοντέρνο από αυτό των Answer και των Rival Sons και πιο ενδιαφέρον, ενεργητικό και ωμό από του Joe Bonamassa και της συνομοταξίας του.

Η κριτική των 15 δευτερολέπτων (εμπρός στον ροκ ψυχίατρο):
Ο ψυχίατρος λείπει διακοπές με το mp3 player φορτωμένο με Federal Charm, Blues Pills και Temperance Movement. Ποιος θεραπεύει ποιον τελικά;


Νούμερο 23   SubRosa "More Constant Than The Gods"

Όχι άλλες γυναικείες μετριοφροσύνες. Οι SubRosa και τραγουδάνε και δέρνουνε

 Χτυπάς σε μηχανή αναζήτησης το «grower» και μετά εικόνες. Τι σου βγάζει; Ωραία, αλλά και καμία σχέση με τους μουσικούς όρους, όχι άμεση τουλάχιστον. Τί εστί λοιπόν; Το άκουσμα εκείνο που σε κερδίζει και γιγαντώνεται μέρα με τη μέρα κι όχι μεμιάς; Δεκτό. Το άκουσμα εκείνο που προέρχεται από ένα εκ των δεκάδων αγαπημένων σου συγκροτημάτων, αρνείσαι να δεχθείς πόσο μποχλότσα και «fillerower» είναι και το βαφτίζεις έτσι για να μην έχεις τύψεις; Αποδεκτό. Πότε όμως θα χαρακτήριζες έτσι μια μπάντα κι όχι έναν δίσκο;

Ας πούμε όταν ανεβαίνει κατηγορία κάθε φορά που κυκλοφορεί δίσκο και δεν έχει πιάσει ακόμα ταβάνι, όχι γιατί μέχρι εκεί είναι, αλλά γιατί ο πήχης ψηλώνει ολοένα. Με μία λέξη; SubRosa. Μέσα σε πέντε χρόνια συστήθηκαν, εντυπωσίασαν και μας ψάρωσαν κατά σειρά με τους δίσκους τους. Ξεκινώντας με rock προσανατολισμό στην αρχή, συνέχισαν με την στριφνή εκδοχή της heavy μουσικής με τα κάμποσα παρακλάδια της και τώρα ξεπλένουν την λάσπη για να φανερωθεί η καλλιτεχνία τους.



Το "No Help For The Mighty Ones" είχε έναν βαθμό δυσκολίας ως προς το άκουσμά του, κυρίως αν είχες απορροφηθεί από το ντεμπούτο, κατάφερε όμως να κερδίσει κόσμο φτάνοντας στα πρόθυρα της αποθέωσης και δικαίως. Η φαινομενικά παράταιρη συνύπαρξη δύο (!) ηλεκτρικών βιολιών, καθαρών γυναικείων φωνητικών και ογκώδους ήχου, είναι αυτό το κάτι που καθιστά το "More Constant Than The Gods" μοναδικό. Δεν θέλω να σε μπλέξω με συγκροτήματα προκειμένου να συγκεκριμενοποιήσω τον ήχο τους, αλίμονο άλλωστε, αντ' αυτού θα σου δώσω εικόνες:

Φαντάσου να βλέπεις μια post / sludge ταινία, ποιά να πούμε μωρέ; Άντε το "Begotten" μου 'ρθε έτσι τυχαία βρε αδελφέ, σε Blu-ray. Ψυχοφθόρο, αλλά ταυτόχρονα απολεπισμένο από κάθε είδους βρωμιά, μια καθάρια αηδία, που όσο πάει γίνεται ολοένα και όμορφη. Οι SubRosa δεν είναι πλέον τα τέσσερα γκομενάκια της "Strega" περιόδου, που προκαλούν σούσουρο λόγω της ασυνέχειας μουσικής-καταγωγής, μήτε μάγισσες. Θα μπορούσες να τις πεις κωλόφαρδες καθότι ρίχνουν πολλά από τα μουσικά τους τινά στην τύχη, εγώ τις λέω μετριόφρονες.

Μπορεί να μην έχει αυτήν τη φορά "Go Down Moses" και "The House Carpenter" διασκευές με την ιρλανδέζικη σφραγίδα της Sarah, έχει όμως το πρωτότυπο "No Safe Harbor" με το πιάνο του, τη φλογέρα και το σαντούρι(;) του, σε φάση αποπνικτικής Dead Can Dance ονείρωξης. Πώς όταν πας σινεμά και βγαίνοντας λες «είδα κινηματογράφο, όχι ταινία», έτσι κι εδώ. Άκουσα μουσική κι όχι post-sludge-doom-folk-ambient δίσκο. Συγκλονιστικό κι άλλο τόσο συγκλονισμένος δηλαδή.


Νούμερο 22   Gorguts "Colored Sands"

Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Οι Gorguts δημιουργούν, το death metal (και όχι μόνο) σείεται

 Ακούσαμε για επαναδραστηριοποίηση των Gorguts και αρχικά δεν θα θέλαμε να το πιστέψουμε. Μάθαμε για καινούργιο άλμπουμ και κρατήσαμε τις επιφυλάξεις μας. Πολύ καλό για να είναι αληθινό, σκεφτήκαμε. Κι όμως, παρ' όλη την δυσπιστία ορισμένων, εν τέλει η ημερομηνία δόθηκε όπως και ο τίτλος αυτού: "Colored Sands". Το μόνο που απέμενε πλέον ήταν αυτή η προσμονή να πάρει τη μορφή μουσικής και να φτάσει στα στερεοφωνικά μας. Όπως και έγινε. Το πέμπτο full-length άλμπουμ των Καναδών αρχόντων του death metal είναι γεγονός. Δώδεκα ολόκληρα χρόνια πέρασαν από την τελευταία τους δισκογραφική απόπειρα και ο Luc Lemay παίρνει την απόφαση και επίσημα να δώσει ξανά ζωή σε ένα συγκρότημα το οποίο, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, έδωσε κλωτσιά στο death metal για να προχωρήσει και αυτό ακόμα σβουρίζει από τα φάλτσα της.

Για να πιστοποιήσω την παραπάνω πρόταση δεν θα παραπέμψω μονάχα στο μνημειώδες "Obscura" του 1998, αλλά σε ολόκληρη την αλληλουχία δίσκων του συγκροτήματος, στην οποία αντανακλάται η ψυχή του death metal σε όλες του τις μεταπτώσεις, με τον πλέον εμπνευσμένο τρόπο. Τόσο μεγάλη μπάντα είναι η συγκεκριμένη, με την προσφορά της ειδικότερα στον χώρο του τεχνικού death metal να είναι ανυπολόγιστη.




Καλά όλα αυτά όμως και πάνω κάτω τα γνωρίζατε ήδη, με το "Colored Sands" τι γίνεται; Καταφέρνει να προσεγγίσει το τεράστιο «εκτόπισμα» των παλαιότερων δισκογραφικών τους δουλειών; Υπάρχει πλέον χώρος για αυτούς σε έναν συνεχώς μεταβαλλόμενο χάρτη του death metal; Η απάντηση σε όλα τα παραπάνω είναι βροντερή και λέει ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα από τα καλύτερα death metal άλμπουμ των τελευταίων ετών που βάζει νέες σταθερές σε ό,τι έχουμε ακούσει καιρό τώρα σ' αυτό το ιδίωμα. Δεν υπερβάλω καθόλου, οι Gorguts παραδίδουν μαθήματα σκεπτόμενου ακραίου μεταλλικού ήχου που παρασέρνει στο διάβα του ταμπέλες, ευφυολογήματα ηχητικών προσδιορισμών που γίνονται από διαφόρους ειδήμονες του είδους, παροτρύνοντάς τους να σωπάσουν και να αφήσουν την υπέροχη μουσική που λαμβάνει χώρα εδώ να κάνει όλη τη δουλειά.

Η επιστροφή των Gorguts είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή. Η σύμπραξη του mastermind Lemay με τον Kevin Hufnagel των Dysrhythmia, τον Colin Marston των Dysrhythmia / Krallice και τον John Longstreth των Origin μόνο τυχαία δεν είναι. Εξαιρετικοί μουσικοί όλοι τους, βάζουν πλάτη εκτελεστικά και συνθετικά και όλοι μαζί δίνουν ένα αποτέλεσμα που εσωκλείει τρομακτική ποιότητα συνθέσεων σε πλήρη εναρμόνιση με παροιμιώδη τρόπο απόδοσής τους. Το τεχνικό death metal τους πατάει στις φόρμες που οι ίδιοι δημιούργησαν και κάνει το εξής εκπληκτικό. Αφουγκράζεται κάποιες από τις καλύτερες εκφάνσεις του ακραίου ήχου των τελευταίων ετών, τις επεξεργάζεται και τις ενσωματώνει στη μουσική του με τον πλέον πειστικό τρόπο. Επηρεάζεται εμφανώς κιόλας (θα ήταν αστείο αν κάποιος ισχυριζόταν ότι αντιγράφει) δηλαδή, από τα συγκροτήματα που το ίδιο εμφανώς και πάλι, έχει επηρεάσει. Μπαντάρες του σήμερα όπως οι Deathspell Omega και οι Ulcerate βλέπουν την εξέλιξη που οι ίδιοι προσέδωσαν στη μουσική τους να τιμάται από τους πατέρες Gorguts και να διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο σ' αυτό το μουσικό έργο.

Το "Colored Sands" αντικατοπτρίζει τη δυναμική του death metal με απαστράπτοντα τρόπο. Η συνδεσμολογία των συνθέσεών του επιδεικνύει οξυδέρκεια και εξαιρετική ικανότητα διαχείρισης ιδεών, κάνοντας τα μεγάλα σε διάρκεια τραγούδια του δίσκου να πίνονται μονορούφι. Τα δαιδαλώδη riff είναι βουτηγμένα σε ελάσσονα τονικότητα και η πανίσχυρη προσωπικότητά τους χτίζει συναισθηματικά φορτισμένες ατμόσφαιρες. Τα άρρυθμα τερτίπια του ήχου τους  αναδεικνύουν μελωδίες δύσμορφες που μετά τις πρώτες ακροάσεις μεταλλάσσονται σε άκρως θελκτικές, τραβηχτικές ακόμα και για κάποιον που τα πολύπλοκα θέματα τον ζαλίζουν. Να το ξεκαθαρίσουμε όμως. Δεν είναι το ευκολότερο άκουσμα του κόσμου το συγκεκριμένο άλμπουμ. Ο πομπώδης avant-garde χαρακτήρας του, οι jazzy αναφορές του, οι post metal παραλληλισμοί του αναπνέουν μέσα σε ένα χαλιναγωγημένο χάος και μπορεί να ξενίζουν κάποιον. Από την άλλη όμως, εκεί κρύβεται και η μαγεία του. Σε αυτήν την πολυπρισματικότητά του.

Το βέλτιστο θα είναι να εξεταστεί και στιχουργικά τούτο εδώ το πόνημα. Ο Lemay ποτέ δεν στρογγυλοκάθισε σε μονοδιάστατο γράψιμο και στο "Colored Sands" τον παρατηρούμε να καταπιάνεται με την θιβετιανή παράδοση και ιστορία. Ο πολέμος με την Κίνα (χωρίς λόγια, τέσσερα έγχορδα τον αφηγούνται καταπληκτικά στο ορχηστρικό "The Battle Of Chamdo"), ο μύθος του λιονταριού του χιονιού και η εκεί υπάρχουσα πνευματικότητα προσεγγίζονται με δέος και εκφράζονται με καλογραμμένους εσωτερικούς στίχους. Σίγουρα αξίζει να δώσετε την δέουσα προσοχή.

Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Οι Gorguts δημιουργούν, το death metal (και όχι μόνο) σείεται. Η τέχνη τους θα ευδοκιμήσει για πολλά χρόνια ακόμα και θα δίνει θρεπτικά συστατικά στους υπολοίπους με έναν ακόμα τρόπο. Τον τρόπο του "Colored Sands". Του δίσκου που κάνει περίπου ό,τι έκανε το "Obscura". Επανάσταση.



Νούμερο 21   Deafheaven "Sunbather"

Πραγματικά, δεν συνηθίζω να ακούω δίσκους με διάρκεια μεγαλύτερη των είκοσι-τριάντα λεπτών. Γι' αυτό και όταν άκουσα για πρώτη φορά τη νέα κυκλοφορία των Αμερικανών Deafheaven εντυπωσιάστηκα στ' αλήθεια, όταν συνειδητοποίησα ότι η μία ώρα του δίσκου είχε περάσει «νεράκι» και ότι δεν μου αρκούσε σε καμία -μα καμία- περίπτωση. Σοβαρά, είναι κάτι που σπανίως μου συμβαίνει, και παρ' όλο που μπορεί κάτι τέτοιο να μη σας νοιάζει, εμένα μου λέει πολλά. Οι Deafheaven είναι ένα συγκρότημα που το παρακολουθώ από το ξεκίνημά του. Είχα την τύχη να το βιώνω την ώρα που συμβαίνει και η εξέλιξη του να συντελείται ακριβώς μπροστά στα μάτια και τα αυτιά μου, και παρ' όλο που ανέκαθεν αγαπούσα την μουσική του, δεν περίμενα ποτέ, τόσο σύντομα, έναν τέτοιο δίσκο.

Το Sunbather δεν είναι ένας black metal δίσκος. Τουλάχιστον όχι αμιγώς. Είναι ένας ακραίος -extreme ρε διάολε!- post rock δίσκος, με όλη τη σημασία της ταμπέλας που μόλις επινόησα. Ναι, είναι τίγκα στο blast beat και τις «καμπανιές», τίγκα στα σκισμένα φωνητικά και τα τριακοστά δεύτερα στις κιθάρες, αλλά γαμώτο κάνει την υπέρβαση και ακούγεται σαν ένας πανέμορφος post rock δίσκος με screamo υπόστρωμα. Είναι σαν να ακούω δίσκους των Explosions In The Sky, παιγμένους όμως από εξαγριωμένους και συναισθηματικά φορτισμένους ανθρώπους. Αυτό. Δεν ξέρω πως αλλιώς να περιγράψω τη φανταστική μουσική που μου προσφέρει αυτό το άλμπουμ.



Ο βασικός του κορμός αποτελείται από τέσσερα εκπληκτικά κομμάτια, που σε βουτάνε σταδιακά από το φως στο απόλυτο σκοτάδι, για να σε ξαναβγάλουν στο τέλος και πάλι προς την επιφάνεια. Στιχουργικά ίσως να μην υπάρχει ούτε μία φωτεινή στιγμή μέσα στον δίσκο, αλλά τουλάχιστον το feeling που μου δημιουργείται είναι αναμφισβήτητα αυτό. Ενδιάμεσα από κάθε ένα, υπάρχουν μικρότερα σε διάρκεια, ψιλο-filler κομμάτια, σαν επίλογοι ή και πρόλογοι των προαναφερθέντων, που είτε αποτελούνται από καθαρά μελωδικά μουσικά σημεία όπως στο "Irresistible", είτε εμπλουτίζονται με ήχους και samples όπως χαρακτηριστικά μας έχουν συνηθίσει και οι πρωτοπόροι Godspeed You! Black Emperor.

Μιλάμε για έναν εξαιρετικό δίσκο. Κομμάτια όπως το εναρκτήριο "Dream House" και το τελικό "The Pecan Tree" δεν γράφονται καθημερινά. Οι μελωδίες τους και τα ξεσπάσματά τους μένουν για τα καλά στο μυαλό και καταφέρνουν να αναμείξουν αριστοτεχνικά, τελείως ετερόκλητα στυλ μουσικής, από το hardcore μέχρι και το metal. Ίσως τελικά να είναι πολύ δύσκολο να κατατάξεις σ' ένα συγκεκριμένο είδος αυτή την κυκλοφορία. Μιλήσαμε ήδη για black metal και για post rock, ενώ αποπνέετε και ένας αδιόρατος hardcore αέρας. Άντε! Ακόμη να σας πείσω;


Νούμερο 20  Arctic Monkeys "AM"

Θετικός ο παρονομαστής, με τους Arctic Monkeys εμπορικότερους από ποτέ να μας προσφέρουν κάποιες ιδιαίτερα κολλητικές συνθέσεις και ένα εν γένει φρέσκο σύνολο

 Η ιστορία ενός μουσικού που ως δια μαγείας έχασε τη χαρακτηριστική βρετανική προφορά του με την οποία τον λατρέψαμε, έχασε την μετα-πάνκικη αλητεία του, αλλά έφτασε από το μηδέν να είναι το πιο καυτό όνομα της rock σκηνής και να πετυχαίνει με το "AM" ένα πρωτοφανές κατόρθωμα: τον έκτο σερί νούμερο-ένα δίσκο στα βρετανικά charts (συμπεριλαμβανομένου και του εξαιρετικού Last Shadow Puppets).  Η αγγλική rock σκηνή ανέκαθεν επιχειρούσε να ενθρονίζει συγκροτήματα για να μπορεί να τα αποκαλεί μεγάλα - και μερικά χρόνια πιο μετά κλασικά. Υπάρχει ακόμα η ρομαντική νοοτροπία των 70s, η οποία είναι αναγκαία για να επιβιώσει οικονομικά η ασθμαίνουσα μουσική βιομηχανία, καθότι δίνει «καθολικές» σταθερές και σημεία αναφοράς στο κοινό. Μια νοοτροπία που έχει, σαφώς, και τα θετικά και τα αρνητικά της, τα οποία αν θέλαμε να αναλύσουμε επιφανειακά μόνο, θα χρειαζόμασταν κάμποσες διαδικτυακές σελίδες. Ο Alex Turner έχει επωμιστεί στους ώμους του το βαρύ άχθος του γεμίσματος σταδίων σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου, του μόνιμου airplay, της ταμπέλας του rock star (αν και στην πραγματικότητα, την αποφεύγει όσο μπορεί) και της κατά μέτωπο έκθεσης στο ευρύ κοινό.



Δεν είναι εύκολα τα πράγματα όταν έχεις στην άκρη του μυαλού σου -ή μάλλον στο κέντρο του μυαλό σου γιατί στο υπενθυμίζουν δισκογραφικές, social media, ΜΜΕ κ.ο.κ.- όλα τα προαναφερθέντα και έρχεται η στιγμή να γράψεις καινούργιο υλικό. Έχουν πέσει στη λούμπα ακόμα πιο ταλαντούχα συγκροτήματα από τους Arctic Monkeys. Ακόμα και οι ίδιοι οι Arctic Monkeys αμφιταλαντεύτηκαν με το άνισο "Suck It And See", όπου η πλάστιγγα έγερνε προς τα αρνητικά ζύγια. Στο "AM", τίτλος εμφανώς επηρεασμένος από τη συλλογή "VU" των Velvet Underground, γίνονται πιο εμπορικοί από ποτέ, μας παρουσιάζουν για ακόμα μια φορά τολμηρές εκπλήξεις, ακολουθούν δίχως ντροπές κάποια από τα πιο μοδάτα σημεία των καιρών μας, χάνουν οριστικά, πια, μερικά στοιχεία της αρχικής τους ταυτότητας, αλλά καταφέρνουν να βγάλουν έναν δίσκο γεμάτο έμπνευση, με αρκετά κολλητικά χιτάκια, κάποιες λιγότερο δυνατές στιγμές και, γενικά, ένα σύνολο με θετικό παρονομαστή. Γιατί, στο τέλος της ημέρας, αυτό είναι που έχει σημασία. Ό,τι κι αν κάνεις, αν το κάνεις καλά δεν μπορεί να σου πει κανείς τίποτα. Κι ας γκρινιάξει κανείς ότι οι μαϊμούδες στο "AM" έχουν μία μουσική ιδέα που επαναλαμβάνεται σε διαφορετικές παραλλαγές... Δεν έχει σημασία, γιατί η ιδέα είναι εξαιρετική και οι παραλλαγές όμορφα δοσμένες. Κι ας γκρινιάξει κανείς ότι χάθηκε ο ήχος που τους αγαπήσαμε... Όποιος περίμενε κάτι συγγενικό με τον ήχο του ντεμπούτου, είχε, ομολογουμένως, μία εκτός τόπου και χρόνου προσδοκία, καθότι οι Arctic Monkeys έχουν αποποιηθεί αυτό τους το προσωπείο εδώ και καιρό.

Η μεγάλη δύναμη του "AM" έγκειται στο ότι έχει δύο φοβερά χιτάκια - και τα έχει στην αρχή του. Πρόκειται για τις δύο ερωτιάρικες ερωτήσεις του δίσκου, "Do I Wanna Know?" και "R U Mine?", κομμάτια που ήταν γνωστά εκ των προτέρων, αφού είχαν ήδη δοθεί στη δημοσιότητα πριν κυκλοφορήσει το άλμπουμ και προλάβαμε να τα λιώσουμε. Αυτά αποτελούν, σίγουρα, τις κορυφαίες συνθέσεις της κυκλοφορίας, αλλά δεν είναι ανάγκη να σταθούμε αποκλειστικά εκεί. Υπάρχει ένα εξαιρετικό "Arabella" με το βαρύ riff του, υπάρχουν, επίσης, και τα δύο πολύ κολλητικά και χορευτικά "Why’d You Only Call Me When You're High?" και (ειδικά) το "Snap Out Of It", τα οποία επιζητούν το repeat όντας ικανά να σου φτιάξουν άμεσα τη διάθεση. Σε δύο τραγούδια συναντούμε και τον Josh Homme, ο οποίος ανταποδίδει τη χάρη στον Turner, που είχε συμμετάσχει στην εξαιρετική φετινή δουλειά των Queens Of The Stone Age, ένας δίσκος που σε ορισμένες στιγμές βγάζει μια παρόμοια αύρα με το "AM". Ο Homme, λοιπόν, κάνει την εμφάνισή του στα "One For The Road" και "Knee Socks", έκαστα συμπαθητικότατα τραγούδια, ειδικά το τελευταίο, όπου επίσης θα συναντήσουμε και ένα R&B σημείο (και δεν εννοούμε rhythm 'n' blues, ε). Αμέσως μετά το "Knee Socks" βρίσκουμε το τελευταίο κομμάτι του δίσκου, "I Wanna Be Yours", όπου ο Alex Turner δανείζεται στίχους του «ποιητή της punk», John Cooper-Clarke, («I want to be your vacuum cleaner / Breathing in your dust / I want to be your Ford Cortina / I will never rust») και μας δίνει μία αρκετά περίεργη για τους Arctic Monkeys σύνθεση, η οποία παραμένει ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα.

...και στην τελική, βάζοντας στην άκρη της μακροσκελείς αναλύσεις, οι Arctic Monkeys έβγαλαν έναν δίσκο που ακούγεται νεράκι από την αρχή μέχρι το τέλος, που έχει τις στιγμές όπου θα κολλήσεις, έχει στο σύνολό του έξυπνες συνθέσεις πλην ελαχίστων αχρείαστων κομματιών ("I Want It All", "No1 Party Anthem") και δύναται να μπει στις playlists rock και μη rock ακροατών χωρίς να κάνει ιδιαίτερες εκπτώσεις για να χωρέσει εκεί. Το "AM" είναι μια νίκη για τους Arctic Monkeys.

συνεχίζεται...


2 σχόλια:

  1. Κωνσταντίνε... πολύ καλή ανάρτηση... με μουσικές και πολλές χαρές σου εύχομαι να περασεις το νέο έτος!! καλή χρονια!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλή χρονιά και σε εσένα Παρασκευή!
      Φα λα ντο μι! Με πολύ πολύ μουσική!

      Διαγραφή